Λέπρα και Σπιναλόγκα

Το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό ακούγοντας την λέξη “λέπρα”, είναι άνθρωποι με παραμφωμένα πρόσωπα που ζουν απομονωμένοι και ξεχασμένοι σε καλύβες, σε ξερονήσια μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Μιλώντας για την “λέπρα” σκεφτόμαστε αμέσως την “Σπιναλόγκα” το “νησί του θανάτου” όπως συχνά αποκαλείται.Η λέπρα είναι μια επικίνδυνη παραμορφωτική νόσος, που οδήγησε σε απομόνωση και περιθωριοποίηση εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Ας μάθουμε λοιπόν σήμερα περισσότερα για αυτή την πολύ άσχημη ασθένεια καθώς και για την Σπιναλόγκα, το νησί στο οποίο για πολλά χρόνια κατοικούσαν οι λεπροί.


Η λέπρα, η οποία σήμερα επιστημονικώς ονομάζεται “νόσος του Χάνσεν” προκαλείται από το μυκοβακτήριο της λέπρας (Mycobacterium leprae) και ανακαλύφθηκε από τον Νορβηγό γιατρό Αρμάουερ Χάνσεν το 1873. Το 2005 καταγράφηκαν συνολικά 500.000 νέα περιστατικά.Πρόκειται για μια χρόνια βακτηριδιακή ασθένεια του δέρματος και των περιφερικών νεύρων που μπορεί να προχωρήσει και να προσβάλει εσωτερικά εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.Η λέπρα είναι συχνότερη σε χώρες της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής. Σε χώρες της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου η νόσος είναι σπάνια, οι περισσότερες περιπτώσεις που καταγράφονται είναι σε μετανάστες, εργαζομένους ή πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες στις οποίες υπάρχει η νόσος. Μπορεί να προσβάλλει άτομα οποιασδήποτε ηλικίας αλλά είναι πολύ σπάνιο να προσβάλλει παιδιά κάτω των 3 ετών.

Μέχρι σήμερα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τον τρόπο μετάδοσης της ασθένειας. Πιθανόν η λέπρα μεταδίδεται με την στενή και συχνή επαφή με ανθρώπους που είναι ήδη μολυσμένοι με το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας.Το βακτηρίδιο μπορεί να εισέλθει στο σώμα διαμέσου της μύτης ή δέρματος που παρουσιάζει βλάβες. Ο χρόνος επώασης της νόσου θεωρείται ότι μπορεί να κυμαίνεται από 9 μήνες έως 20 χρόνια. Το πρώτο σημείο της νόσου σχνά ξεκινά με μια κόκκινη κηλίδα στο δέρμα που έπειτα απλώνεται παντού. Δημιουργούνται βλάβες του δέρματος τις οποίες ο ασθενής δεν αισθάνεται, παρουσιάζουν αναισθησία. Η αναισθησία αυτή που δημιουργείται καθιστά τα άκρα ευάλωτα σε τραυματισμούς ή εγκαύματα που μπορούν να οδηγούν σε απώλεια χεριών και ποδιών. Ακόμα στους λεπρούς υπάρχει απώλεια τριχών στα φρύδια και στα βλέφαρα, παραμορφώσεις στα χέρια και στα πόδια, καθώς και βλάβες στα μάτια και τύφλωση λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου.

Στις μέρες μας, η ασθένεια μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιβιώση. Είναι μια θεραπεία που ανακαλύφθηκε πριν από 20 χρόνια και περιλαμβάνει διάφορα αντιβιοτικά που πρέπει να λαμβάνονται για τουλάχιστον 6 μήνες για μερικά χρόνια. Για τους ασθενείς που παίρνουν θεραπεία πλέον δεν υπάρχουν περιορισμοί για να εργάζονται ή να πηγαίνουν στο σχολείο. Οι άνθρωποι που ζουν στο ίδιο σπίτι με το άτομο που πάσχει πρέπει να εξεταστούν από γιατρό και να εξετάζονται κάθε χρόνο για τουλάχιστον 5 χρόνια.Η λέπρα είναι νόσημα που πρέπει να δηλώνεται από τους γιατρούς στις αρμόδιες αρχές.

Η λέπρα δεν εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια αλλά είναι μια αρχαία νόσος. Υπήρχε στη Ινδία από τα προϊστορικά χρόνια. Θεωρείται ότι η εξάπλωση της νόσου σε άλλα μέρη του κόσμου έγινε μέσω του εμπορίου και τον πόλεμο. Μεταφέρθηκε στη Ευρώπη απ΄τα ρωμαικά στρατεύματα, εξαπλώθηκε όμως επικίνδυνα στη εποχή των σταυροφοριών, οπότε και πολλοί ευγενείς που είχαν λέπρα ζούσαν ελεύθερα κυρίως στους Αγίους Τόπους. Επειδή ήταν πολύ επικίνδυνη αρρώστια, οι λεπροί απομονώθηκαν και αποτέλεσαν μια δική τους κοινωνία. Η νόσος αυτή αναφέρεται σε αρχαία ινδικά κείμενα καθώς και στη Αγία Γραφή. Στη αρχαία Ινδία, υπήρξαν νόμοι κατά τους οποίους απαγορεύονταν στους ανθρώπους να διατηρούν επαφή με τους λεπρούς.

Η επίδραση της λέπρας στη κοινότητα ήταν βαθιά. Άτομα με λέπρα και οι οικογένειες τους ήταν αποκομμένοι από όλους, αντιμετωπίζοντας ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Σε όλο το μεσαίωνα, υπήρχαν κοινωνικές και ιατρικές συνέπειες για το άρρωστο.Οι λεπροί υποβλήθηκαν σε αυστηρούς κανονισμους.Δεν επιτρέπονταν να εισέρχονται σε δημόσια κτίρια, απαγορεύονταν να μιλούν με τα παιδιά, να αγγίξουν υγιείς ανθρώπους ή να φαμε μαζί τους ενώ απαιτούνταν να φορούν ειδικά ρούχα και να έχουν μαζί τους ένα κουδούνι, ώστε να το χτυπούν και να ειδοποιούν τους υπόλοιπους πως έρχεται ένας λεπρός.Ακόμα, οι άνθρωποι άρχισαν να συνδέουν τους λεπρούς με την αμαρτία και την τιμωρία. Ο “λεπρός” θεωρήθηκε ένα είδος “Nazarite” (πολεμιστή που παίρνει ειδικούς όρκους) που πρέπει να προστατεύεται από την εκκλησία.

Στη Ελλάδα υπήρχαν τέσσερα ειδικά νοσηλευτήρια, τα “λεπροκομεία” όπως ονομάζονται για την αντιμετώπιση της νόσου: Της Χίου που είναι και το παλαιότερο αφού ιδρύθηκε το 1300 μΧ, της Σάμου, της Κρήτης, στο νησί Σπιναλόγκα και ο “Αντιλεπρικός Σταθμός Αθηνών” που ιδρύθηκε το 1929, στο τότε “Δημόσιο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων Αθηνών”. Σήμερα η μονάδα “Κέντρο κοινωνικής αποκατάστασης Χανσενικών” που ανήκει στο “Θεραπευτήριο Χρονίων Παθήσεων Δυτικής Αθήνας” είναι το μοναδικό κέντρο στα Βαλκάνια. Θεραπεία πριν την δεκαετία του '40 δεν υπήρχε. Μέχρι τότε, αντιμετωπιζόνταν περισσότερο με φυσικά μέσα και με την απομόνωση των ασθενών.

Από το 1903 η Σπιναλόγκα, χρησιμοποιήθηκε ως ¨Λεπροκομείο” όπου μεταφέρθηκαν οι πρώτοι 251 λεπροί ύστερα από απόφαση της Κρητικής Πολιτείας που πρωτύτερα κατοικούσαν εξορισμένοι και απομονωμένοι από την τοπική κοινωνία στις απόμακρες παρυφές των πόλεων, σε μέρη τα οποία ονομάζονταν “μεσκηνιές”. Μετά το 1913 μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και από άλλες χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών στους 1000. Αρχικά η ζωή των νοσούντων στο νησί, ήταν άθλια. Η Σπιναλόγκα, ήταν το νησί των δακρύων, ένα απέραντο νεκροταφείο, ένα μέρος χωρίς ελπίδα καμμιά. Οι ασθενείς εγκαταλείπονταν εκεί, περιμένοντας τον θάνατο τους, πέθαιναν με φρικτούς πόνους αβόηθητοι και παραμορφωμένοι. Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι το 1936.

Η κατάσταση αυτή αρχίζει να αλλάζει από το 1936, όταν έφτασε στη Σπιναλόγκα ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, φοιτητής της Νομικής, ο οποίος ίδρυσε την “Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας” και αγωνίστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Έτσι, οι λεπροί άρχισαν να ζουν πιο φυσιολογικά. Έφτιαξαν καφενεία, είχαν εμπόριο ακόμα και κινηματογράφο. Γίνονταν εκκλησιασμοί στο εκκλησάκι, μάθαιναν τα νέα από ψαράδες στο λιμανάκι του νησιού, ερωτεύονταν, παντρεύονταν έκαναν υγιή παιδιά τα οποία μεταφέρονταν και μεγάλωναν σε καλύτερες συνθήκες στο βρεφονηπιακό τμήμα του Λεπροκομείου της Αγίας Βαρβάρας στη Αθήνα. Με την ανακάλυψη του φαρμάκου η Σπιναλόγκα έκλεισε το 1957.

Στο επίλογο του κειμένου αυτού, θα πρέπει να αναφερθώ στη Βρετανίδα συγγραφέα Βικτώρια Χίσλοπ. Η ίδια έγραψε το μυθιστόρημα “Το Νησί” με το οποίο επιχειρεί να γκρεμίσει την κοινωνική προκατάληψη, το στίγμα του αρρώστου και την απομόνωση, ενώ από την επόμενη σεζόν το Mega θα προβάλλει σίριαλ για την Σπιναλόγκα βασισμένο στο βιβλίο αυτό.Η παλιότερη ξένη δημοσιευμένη πηγή για το Λεπροκομείο είναι του 1928. Πρόκειται για το άρθρο «Σπιναλόγκα, Νησί των Λεπρών», στο γαλλικό περιοδικό «Ιλουστρασιόν».

Σχόλια