Η ιστορία της ελληνικής μουσικής (Β μέρος)

Η νεοελληνική μουσική και τα είδη της


Την προηγούμενη εβδομάδα αγαπητοί αναγνώστες αρχίσαμε να μιλάμε για την ιστορία της μουσικής και πιο συγκεκριμένα ασχοληθήκαμε με την μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Σήμερα, θα συνεχίσουμε με το ίδιο θέμα, θα πάμε ένα βήμα παρακάτω και θα ασχοληθούμε με την νεοελληνική μουσική.


Καταρχάς με τον όρο νεοελληνική μουσική εννοούμε το σώμα της ελληνικής μουσικής που καλύπτει χρονικά την περίοδο από τον 16ο αιώνα έως την σύγχρονη εποχή. Από τις απαρχές της νεοελληνικής μουσικής εώς σήμερα, η νεοελληνική μουσική φέρει εγγενώς ένα πλούσιο παρελθόν σε ό,τι αφορά στη λόγια και την λαϊκή της παράδοση. Ένα από τα είδη της νεοελληνικής μουσικής είναι το δημοτικό τραγούδι. Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι αναπτύχθηκε παράλλήλα με την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και διαδόθηκε κυρίως με προφορικά μέσα. Στη δομή του, είναι και αυτό μονοφωνικό και τροπικό, ενδεικτικό είναι ότι η πιστότερη καταγραφή του γίνεται με την βυζαντινή σημειογραφία.

Ως αρχή του δημοτικού τραγουδιού θεωρείται το ακριτικό τραγούδι.Δημιουργήθηκε στη χρονική περίοδο από τον 9ο έως και 11ο αιώνα περίπου ενώ η θεματολογία του ήταν η ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα των ακριτών, που κατοικούσαν στα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας με σκοπό την προστασία των συνόρων από τις συχνές εξωτερικές επιθέσεις της εποχής. Μετά το ακριτικό τραγούδι, σειρά είχε το κλέφτικο, το οποίο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε πανηγύρια στα χρόνια της τουρκοκρατίας, με κορύφωση στη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το κλέφτικο τραγούδι ήταν δημιούργημα της ρωμέικης ζωής, εμπνευσμένο από την ζωή και την δράση των κλεφτών και των αρματωλών, γεμάτο από αυθορμητισμό.

Η ελληνική δημοτική μουσική διαιρείται σε δύο ομάδες σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές: την στεριανή (Ήπειρος, Θεσσαλία, Μοριάς, Ρούμελη,Μακεδονία) και την θαλασσινή ή νησιώτικη (νησιά και Μικρασιατικά παράλια, Θράκη και Κύπρος). Οι διαφορές των δύο ομάδων συνίστανται κυρίως σε τέσσερα σημεία α) στους ρυθμούς: οι νησιωτικοί χοροί είναι συνήθως δίσημοι, ενώ στη ηπειρωτική Ελλάδα οι πεντάσημοι και επτάσημοι χοροί είναι πολύ συχνοί. β) στον τρόπο, γ) στη ομοιοκαταληξία και στους αυτοσχεδιασμούς, φαινόμενο συχνό στα νησιά ενώ στη στεριά παρατηρούνται πολύ σπάνια, και δ) συνδυασμοί οργάνων.

Ανάμεσα σε άλλα μουσικά είδη, εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε την γνώριμη μορφή της, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, η ρεμπέτικη μουσική. Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στη Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα “μουρμούρικα”.Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριότερων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα “γιαλάδικα” που πήραν το όνομά τους από την συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη “γιάλα-γιάλα” ή “γιαλελέλι”.Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του ρεμπέτικου, χωρίζει την ιστορία του ρεμπέτικου σε τρεις περίοδους.

1922-1932: Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από την μουσική της Σμύρνης.

1932-1942: Η κλασική περίοδος

1942-1952: Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής.



Το 1919 ιδρύονται οι πρώτες ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες.Το 1922, χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής, πολλοί μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις. Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά αλλά και μάγκικα τραγούδια (πχ τραγούδια της φυλακής, ναρκωτικά). Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη, ενώ μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Δημήτρης Γκόγκος κ.α. Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις.

Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι το μπουζούκι, η κιθάρα, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς. Χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο και ως κρουστά τα κουτάλια και τα ζίλια. Ορισμένες φορές επίσης, ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως “ποτηροκομπολόγι”.

Ένας από τους πρωτεργάτες του ελληνικού λαικού τραγουδιού που αποτέλεσε γέφυρα ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η μετάβαση στο λαικό τραγούδι έγινε φανερή στη μουσική με την επιβολή ευρωπαικού κουρδίσματος στο μπουζούκι και την προσθήκη της 4ης χορδής από τον Χιώτη το 1953, γεγονός που σηματοδοτεί ότι ο δημιουργός μπορεί να γράφει τραγούδια με “αρμονίες”. Το ερωτικό στοιχείο επικρατεί στη θεματολογία του λαικού τραγουδιού αλλα δεν λείπουν και θέματα που αφορούσαν στα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας όπως ο εμφύλιος, η μετανάστευση, η ξενιτιά, η φτώχεια και οι κοινωνικές αδικίες. Το λαικό τραγούδι γίνεται σταδιακά αποδεκτό και από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και ανάλογα με τις προτιμήσεις του κοινού διαμορφώνονται επιμέρους ύφη, όπως “βαρύ λαικό”, “ελαφρολαϊκό” κτλ.

Τέλος, άλλο ένα μουσικό είδος είναι το έντεχνο τραγούδι. Το έντεχνο τραγούδι εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 – αρχές δεκαετίας του 1960 με πρωτεργάτες τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το έντεχνο λαϊκό τραγούδι ως “ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες.” Αφετηρία της προσπάθειας αυτής ήταν ο “Επιτάφιος” το 1958, σε ποίηση του Ρίτσου, για τον οποίο ο Θεοδωράκης αναφέρει: “δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση.” Έτσι δημιουργείται μια παράδοση μελοποιημένης ποίησης που ονομάζεται “έντεχνο τραγούδι”. Διαφέρει από το λαϊκό κυρίως στο στίχο, αλλά και στη μουσική. Το ελληνικό έντεχνο τραγούδι αποκτά γρήγορα μεγάλη απήχηση στις πλατιές μάζες,φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Άλλοι σημαντικοί συνθέτες που υιοθέτησαν το τραγουδιστικό κλίμα του έντεχνου ήταν οι: Μάνος Λοϊζος, Δήμος Μούτσης, Χρήστος Λεοντής, Δημήτρης Λάγιος, Νίκος Μαμαγκάκης και από πλευράς στιχουργών οι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Τάσος Λειβαδίτης κ.α. Στη παράδοση του έντεχνου τραγουδιού προστέθηκαν αργότερα, μέσω της διάδοσης των μπουάτ, οι “τραγουδοποιοί” που γράφουν την μουσική, το στίχο και τραγουδούν οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Πρωτεργάτης θεωρείται ο Διονύσης Σαββόπουλος, ενώ ανάμεσα στους σημερινούς εκπροσώπους του είδους είναι ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Ορφέας Περίδης.

Σχόλια