Τα Πασχαλινά έθιμα των Μεγάρων


Επιμέλεια: Μαίρη Κάντα

Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε λαογραφικές εκδηλώσεις γιορτή των ορθόδοξων χριστιανών. Η λέξη «Πάσχα» προέρχεται από την εβραϊκή «passah » που σημαίνει «διάβαση».

 Οι Εβραίοι γιόρταζαν το Πάσχα σε ανάμνηση της απελευθέρωσης τους από τους Αιγύπτιους και της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας, ενώ οι Χριστιανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Σωτήρα και την διάβαση από το θάνατο στη ζωή.

Η αντίστοιχη ελληνική λέξη για το Πάσχα είναι «Λαμπρή» διότι η ημέρα της ανάστασης του Χριστού είναι μέρα τεράστιας χαράς. Η γιορτή του Πάσχα είναι κινητή. Ο εορτασμός της ορίζεται κάθε χρόνο για την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Πληθώρα εθίμων και παραδόσεων αναβιώνουν κατά την διάρκεια της εβδομάδας που προηγείται του Πάσχα, (Μεγάλη Εβδομάδα) σε όλες τις περιοχές του ελληνικού χώρου.

Στα Μέγαρα, το Σάββατο του Αγίου Λαζάρου μικρά κορίτσια πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας καλάθια στολισμένα με λουλούδια και τραγουδούσαν. Οι άνθρωποι τους έδιναν χρήματα, αυγά, στραγάλια και καραμέλες. Την Κυριακή των Βαΐων οι χριστιανοί παρακολουθήσαν την Θεία Λειτουργία στη εκκλησία και μετά έπαιρναν «βάγια». Τα «βάγια» τα κρατούσαν 3 ημέρες κρεμασμένα στην πόρτα του σπιτιού τους. Τα φύλλα της βάγιας τα χρησιμοποιούσαν ως μυρωδικό στα φαγητά.

Τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας οι κάτοικοι των Μεγάρων με ευλάβεια αγρυπνούσαν στις εκκλησίες και νήστευαν. Την Μ.Τετάρτη γινόταν το «Μεγάλο Ευχέλαιο» για να φτιάξουν οι γυναίκες το προζύμι της εκκλησίας που το ζύμωναν με βαγιόνερο. Από το προζύμι αυτό της εκκλησίας έπαιρναν στη συνέχεια όλες οι ενορίτισσες για να φτιάξουν τις πασχαλινές σπιτικές κουλούρες. Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί τα παιδιά αφού μαζεύονταν σε παρέες 2-3 ατόμων έβγαιναν στο δρόμο και έλεγαν σε κάθε σπίτι «το μοιρολόι ή παρηγοριά της Παναγίας». Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια το «μοιρολόι της Παναγίας» έχει χαθεί ως έθιμο και σπάνια υπάρχουν παιδιά αυτή την μέρα στο δρόμο.

Επίσης την Μεγάλη Πέμπτη οι Μεγαρίτισσες έβαφαν κόκκινα αυγά. Η σημασία του κόκκινου χρώματος είναι διπλή. Συμβολίζει το αίμα του Χριστού αλλά και την χαρά της Ανάστασης. Το ένα από τα κόκκινα αυγά που το γέννησε μαύρη κότα το έβαζαν στο εικονοστάσιο του σπιτιού και το φύλαγαν όλο το χρόνο για το καλό. Την βαφή των αυγών την έχυναν την ίδια μέρα ή ύστερα από 40 ημέρες. Την νύχτα της Μ. Πέμπτης οι γυναίκες ξενυχτούσαν στη εκκλησία το Χριστό άναβαν 3 κεριά στο σταυρό του, ένα στο κεφάλι και δύο στα χέρια, τα οποία μόλις καίγονταν μέχρι την μέση τα έσβηναν και έβαζαν άλλα. Αυτό γινόταν μέχρι το πρωί της Μ.Παρασκευή. Τα μισοκαμένα κεριά τα κρατούσαν.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, ζύμωναν «τσεραμιδόπιτες», δηλαδή πίτες ψημένες στο κεραμίδι, και τις έτρωγαν όλη μέρα γιατί ήταν νηστίσιμες. Οι κοπέλες στόλιζαν τον «Επιτάφιο» και έβαζαν στοίχημα ποιος επιτάφιος από τις τρεις εκκλησίες της πόλης θα στολιζόταν καλύτερα. Όλη μέρα οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα και οι άνθρωποι πήγαιναν στις εκκλησίες για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο. Το μεσημέρι γινόταν η «Αποκαθήλωση», κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Την νύχτα γινόταν η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους της συνοικίας, ενώ τα κορίτσια που ήταν μαυροφορεμένα, παρίσταναν τις μυροφόρες και έψελναν τα άγια πάθη: «Η ζωή εν τάφω» «άξιον εστί» «αι γενεαι πάσαι». Το ίδιο συμβαίνει μέχρι τώρα. Ύστερα από 40 ημέρες ξεστόλιζαν τον επιτάφιο και έπαιρναν τα λουλούδια και τα κεριά. Σήμερα τον Επιτάφιο τον ξεστολίζουν μετά από 7 ημέρες ή την ίδια μέρα.Τα λουλούδια και τα κεριά της Μ. Παρασκευής ,μαζί με τα κεριά της Μ. Πέμπτης τα χρησιμοποιούσαν ως φυλαχτά για πονοκεφάλους, ενώ οι ναυτικοί άναβαν τα μισοσβησμένα κεριά στις θαλασσοταραχές για να κοπάσουν οι φουρτούνες και να σωθούν. Επίσης την Μεγάλη Παρασκευή οι κάτοικοι πήγαιναν στο νεκροταφείο, άναβαν κεριά και μοιρολογούσαν.

Το Μεγάλο Σάββατο τα παλιά τα χρόνια στη λειτουργία εκεί που έψελναν «Ανάστα ο Θεός» οι ιερείς μαζί με τους ψάλτες χόρευαν ενώ ο υπόλοιπος κόσμος τους έραινε με φύλλα βάγιας, έθιμο που έχει χαθεί σήμερα. Την ημέρα αυτή γινόντουσαν όλες οι προετοιμασίες για το Πάσχα. Ψώνιζαν αρνιά, τρόφιμα και όλα τα απαραίτητα για την Μεγάλη γιορτή. Στη συνέχεια όλοι οι χριστιανοί κάθονταν με κατάνυξη μέχρι να σχολάσει η λειτουργία της Ανάστασης, ψάλλοντας όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη» άκουγαν τα Αναστάσιμα τροπάρια με ευχαρίστηση και στο τέλος κοινωνούσαν. Ύστερα με ανάμενες τις λαμπάδες γυρνούσαν στα σπίτια τους, έφτιαχναν σταυρούς στις πόρτες ψηλά με τον καπνό της λαμπάδας, άναβαν το καντήλι και έτρωγαν με όρεξη την μαγειρίτσα.

Το επόμενο πρωί (Κυριακή του Πάσχα), άναβαν φωτιές στις γειτονιές πολλοί μαζί, σούβλιζαν τα αρνιά και το γλέντι κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ. Εκείνη την μέρα δεν επιτρεπόταν να περπατούν οι άνθρωποι ξυπόλυτοι γιατί μόνο η μάνα του Ιούδα περπατούσε έτσι. Οι μεγάλοι σε ηλικία εξέταζαν τα κόκκαλα των αρνιών που έτρωγαν και έδιναν διάφορες μαντείες. Ο κόσμος πίστευε πως την ημέρα της Ανάστασης ανασταίνονταν οι νεκροί από τον Άδη και ζούσαν 40 μέρες ελεύθεροι. Στη δεύτερη Ανάσταση το απόγευμα, κάποιος ειδικός έφτιαχνε με άχυρο ομοίωμα του Ιούδα, βάζοντας μέσα μπαρούτι, πετρέλαιο και εκρηκτικές ύλες. Έπειτα, το έκαιγε μπροστά στην εκκλησία, για το κάψιμο του Ιούδα.

Την δεύτερη μέρα του Πάσχα μόλις τελείωνε η εκκλησία τα παιδιά έφτιαχναν ένα σταυρό από καλάμια και λουλούδια, στολίζοντας το με ένα κόκκινο μαντίλι και πήγαιναν στα σπίτια τραγουδώντας τα « Ρουσάλια» ( «Να τα πούμε τα Ρουσάλια; Πες τα βρε παλικάρια. Να στα πούμε εσένα πρώτα που σε βρήκαμε στην πόρτα»), έθιμο που πρόερχεται από τα Ιεροσόλυμα. Μία Μεγαρίτικη παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Σοφός Σολομώντας (972 π.Χ.) έκτισε την μεγαλοπρεπή εκκλησία στα Ιεροσόλυμα κάλεσε στα εγκαίνια όλους ανθρώπους από όλη την Οικουμένη για να την δούν. Έτσι πήγαν και οι Μεγαρίτες και έφεραν αυτό το έθιμο στο τόπο τους.

Στα Μέγαρα κάθε Τρίτη του Πάσχα αναβιώνει το πανάρχαιο έθιμο του χορού της Τράτας, στη πλατεία της εκκλησίας του Άη Γιάννη του Γαλιλαίου του επονομαζόμενου Χορευταρά. Από νωρίς το απόγευμα της Τρίτης μέρας του Πάσχα νέοι και νέες της πόλης των Μεγάρων συγκεντρώνονται στο χώρο αυτό, φορώντας τις παραδοσιακές στολές. Όταν η παρέα μεγαλώσει, με την συνοδεία παραδοσιακών οργάνων αρχίζει ο χορός πρώτα από τις γυναίκες που κρατώντας τα χέρια τους χιαστί χορεύουν τον αργό τελετουργικό χορό της Τράτας.

Η μορφή του χορού και οι κινήσεις των γυναικών, σε συνδυασμό με την τοιχογραφία που βρέθηκε σε αρχαίο τάφο στη πόλη Ρούβου της Κάτω Ιταλίας περί το 400 π.Χ και αναπαριστά πανομοιότυπο αρχαίο χορό, φανερώνει ότι ο χορός της Τράτας είναι η εξέλιξη του αρχαίου Όρμου. Ο αρχαίος Όρμος είναι ο χορός των Πεπλοφόρων Παρθένων, που χόρευαν προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Κατά την περιγραφή του Λουκιανού, πρόκειται για έναν κυκλικό χορό στον οποίο επικεφαλής ήταν ένας έφηβος. Ο έφηβος αυτός έσερνε τις κοπέλες που χόρευαν με κινήσεις χαριτωμένες και σοβαρές.

Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι ο χορός της Τράτας ανανεώθηκε και καθιερώθηκε επί Τουρκοκρατίας. Τότε οι Μεγαρίτες , στη προσπάθεια τους να διατηρήσουν αναλλοίωτα τα θρησκευτικά τους ήθη, θέλησαν να έχουν δικό τους τόπο λατρείας. Έτσι ζήτησαν από τον Τούρκο διοικητή να τους επιτρέψει να κτίσουν μία εκκλησία στο χώρο που σήμερα είναι το εκκλησάκι του Αι-Γιάννη. Ο Τούρκος διοικητής τους έδωσε την άδεια με την προϋπόθεση να την χτίσουν αυθημερόν. Τότε, οι Μεγαρίτες μεταφέροντας τα υλικά χέρι με χέρι και εκτελώντας την μία εργασία μετά την άλλη, με μόνο όπλο την πίστη τους και την ισχυρή θέλησή τους κατάφεραν να ολοκληρώσουν το χτίσιμο της εκκλησίας μέσα σε μία ημέρα, από την ανατολή μέχρι την δύση του ήλιου.

Για να γιορτάσουν το γεγονός, οι κοπέλες άρχισαν να χορεύουν τον χορό της Τράτας, ο οποίος καθιερώθηκε να χορεύεται την Τρίτη του Πάσχα. Το όνομα του πιθανότατα ο χορός τον πήρε από τον τρόπο που πιάνονται τα χέρια των γυναικών (χιαστί), που μοιάζει με τον τρόπο ψαρέματος, την Τράτα. Το χαρακτηριστικό τραγούδι του χορού είναι σε δίσημο ρυθμό, λέγεται « Λαμπρή Καμάρα» και έχει γιορταστικούς στίχους όπως αρμόζουν στην μέρα που τραγουδιέται.

Πιο παλιά οι κοπέλες χόρευαν τραγουδώντας μόνες το τραγούδι χωρίς την συνοδεία οργάνων, κάτι που καθιερώθηκε αργότερα και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τα όργανα που συνόδευαν τον χορό της Τράτας ήταν παλιότερα ζυγιές από βιολί-λαγούτο ή βιολί-σαντούρι και σήμερα που το έθιμο έχει γίνει ένα λαϊκό πανηγύρι με την συμμετοχή των αντρών, συνοδεύεται από όλα τα μουσικά όργανα που υπάρχουν στη περιοχή των Μεγάρων και των γύρω περιοχών.

Σχόλια