Το κυνήγι του παρελθόντος


Γράφει η Γεωργία Μαρίνου

Ο Δημήτρης δούλευε στο μαγαζί του θείου του, που πουλούσε αντίκες.
 Οι γονείς του είχαν πεθάνει σε τροχαίο όταν έκλεισε τα 15, από τότε τον ανέλαβε ο θείος του Νίκος. Το όνειρο του ήταν να γίνει συγγραφέας, ο Νίκος όμως τον αποθάρρυνε λέγοντας του πως δεν θα μπορούσε να ζήσει από αυτό το επάγγελμα. Όταν τελείωσε το σχολείο άρχισε να πηγαίνει σε σεμινάρια συγγραφής κρυφά από τον θείο του. Σε ένα από τα σεμινάρια γνώρισε μία κοπέλα στην ηλικία του. Ήταν τόσο γλυκιά και όμορφη, η αγάπη της για την γραφή έκανε τον Δημήτρη να την ερωτευτεί. Το όνομα της ήταν Αρετή…
Μιλούσαν συχνά για την κοινή τους αγάπη, τη συγγραφή. Η Αρετή δεν είχε κανένα εμπόδιο από τους γονείς της σχετικά με αυτό που ήθελε να ακολουθήσει.

«Εσένα οι γονείς σου τι λένε για την επιλογή σου;»
«Πιστεύω πως δεν θα είχαν καμία αντίρρηση, αν ζούσαν» Απάντησε θλιμμένα ο Δημήτρης. Στα μάτια του ανέβλυσαν δάκρυα, η Αρετή τον αγκάλιασε.
«Ζεις μόνος;» Τον ρώτησε.
«Με τον θείο μου.» Η ξερή απάντηση του έκανε την Αρετή να καταλάβει πόσο δυστυχισμένος ήταν.
Η Αρετή για να αλλάξει το κλίμα του ζήτησε να πάνε για παγωτό. Έτσι η ώρα πέρασε γρήγορα κάνοντας τον να ξεχάσει για λίγο τα προβλήματα του. Οι δύο τους κάθισαν σε ένα παγκάκι. Για μερικές στιγμές κοιταζόντουσαν χωρίς να πουν λέξη… Ο Δημήτρης πλησίασε αργά το πρόσωπο της Αρετής, εκείνη δεν αντέδρασε. Ήταν έτοιμος να την φιλήσει, όταν ο ήχος του τηλεφώνου του κατέστρεψε μια τρυφερή στιγμή.
«Ναι; Καλά, έρχομαι».
Ήταν ο θείος του, αυτός που πάντα τον κρατούσε πίσω από κάθε ευτυχία που ήθελε να ακολουθήσει.
Δεν άργησε να φτάσει στο μαγαζί του θείου του και αυτό που είδε τον άφησε έκπληκτο… Όλα γύρω του ήταν πεσμένα κάτω, στον χώρο επικρατούσε χάος.
«Δεν πήραν τίποτα;» Ρώτησε έντρομος ο Δημήτρης.
«Όχι, αυτό είναι το περίεργο»
«Να καλέσουμε την αστυνομία» Φώναξε και κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο. Ο θείος του τον εμπόδισε με το χέρι του.
«Καλύτερα όχι, μη με κοιτάς έτσι βοήθησε με να μαζέψω».
Ο Δημήτρης τον κοίταξε καχύποπτα αλλά υπάκουσε στις εντολές του. Γιατί δεν ήθελε να καλέσουν την αστυνομία; Τι συνέβαινε.
Ο Νίκος κατευθύνθηκε προς το μέσα δωμάτιο όπου διατηρούσαν τις αντίκες. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα σημείωμα. “Την επόμενη φορά θα μάθει την αλήθεια’’. Ο Νίκος έπνιξε το σημείωμα στα χέρια του.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν ήσυχα, χωρίς φασαρίες. Ο Δημήτρης εξακολουθούσε να πηγαίνει στα σεμινάρια χωρίς να το αντιληφθεί ο θείος του. Όλα πήγαιναν καλά ώσπου μια μέρα καθώς έβγαινε από τη σχολή, ένας περίεργος τύπος τον πλησίασε.
«Πιστεύεις πως γνωρίζεις τόσο καλά τον θείο σου;»
Εκείνος προσπάθησε να τον αποφύγει.
«Το τροχαίο τον γονιών σου δεν ήταν ατύχημα».
Ο Δημήτρης σταμάτησε να προχωρά. Γύρισε και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα αγωνία.
«Τι ξέρεις εσύ για τους γονείς μου;» Του είπε.
«Καλύτερα να ρωτήσεις τον θείο σου για περισσότερες πληροφορίες». Με αυτές τις λέξεις ο μυστήριος άντρας άφησε πίσω του τον Δημήτρη που παρακαλούσε για περισσότερες πληροφορίες.
Η Αρετή έτρεξε στο πλευρό του. Εκείνος την αγκάλιασε και της είπε τι είχε συμβεί. Προσφέρθηκε να έρθει μαζί του αλλά αρνήθηκε.
 Όταν έφτασε στο μαγαζί βρήκε τον θείο του πάνω στην αγαπημένη του καρέκλα μεθυσμένο. Ο Δημήτρης άρχισε να ουρλιάζει στο πρόσωπο του για την αλήθεια.
Ο Νίκος τον κοίταξε με κουρασμένα μάτια.
«Ένας τύπος με σταμάτησε και μου είπε πως ξέρεις τι συνέβη στους γονείς μου».
«Είναι αλήθεια» Του είπε.
«Δεν μπορεί».
«Εγώ τους σκότωσα, έβαλα ανθρώπους να πειράξουν τα φρένα τους. Από τότε μου ζητούσαν ένα ποσό κάθε μήνα για να μην ομολογήσουν. Όμως εγώ έπαψα να στέλνω χρήματα. Αυτοί μπήκαν στο μαγαζί, άφησαν κι ένα σημείωμα».
Ο Νίκος πέταξε το τσαλακωμένο χαρτί μπροστά στον Δημήτρη.
«Γιατί;» Ο Δημήτρης άρχισε να ουρλιάζει.
«Είσαι γιος μου γι’ αυτό».
Ο Δημήτρης κόντεψε να πέσει κάτω αλλά στηρίχτηκε στο τραπέζι.
«Ήμουν ανίκανος να σε μεγαλώσω, η μητέρα σου η αληθινή, πέθανε στη γέννα. Ήταν πολύ αδύναμη. Έτσι ο αδελφός μου προσφέρθηκε να σε μεγαλώσει σαν να ήσουν δικό του παιδί».
«Και τι σε έκανε να τους σκοτώσεις; Ήμουν παιδί μου στέρησες τους γονείς μου».
«Ήθελα να σου πω την αλήθεια αλλά δεν με άφηναν. Θα σε έπαιρναν μακριά. Θυμάσαι εκείνο το ταξίδι που είχανε κανονίσει να κάνετε; Δεν θα σε ξαναέβλεπα, τι περίμενες να κάνω;»
«Σε μισώ! Θα καλέσω την αστυνομία»
«Δεν χρειάζεται, σε λίγο θα είμαι νεκρός». Με αυτές τις λέξεις ο Νίκος έπεσε λιπόθυμος.
Όταν έφτασε το ασθενοφόρο ήταν πλέον αργά. Ανάλυσαν το ποτό του Νίκου, βρήκαν πως μέσα υπήρχε δηλητήριο. Σε ένα χαρτί είχε γράψει την ομολογία του.
Ο Δημήτρης πούλησε το μαγαζί του θείου του. Ποτέ του δεν κατάφερε να τον αποκαλέσει πατέρα. Η Αρετή ήταν πάντα στο πλευρό του, ένα μήνα μετά οι δύο τους έγιναν ζευγάρι. Ο Δημήτρης ήταν πλέον ελεύθερος, μακριά από το παρελθόν του.

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Ωραίο και μη προβλέψιμο!