Η εκδίκηση



Γράφει η Μαίρη Κάντα

Κρατούσε στα χέρια της την αγαπημένη της γάτα και κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
Σαν ταινία πέρασε μπροστά της το παρελθόν, όλα όσα είχε ζήσει στη σύντομη ζωή της, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ένα κοριτσάκι ήταν ακόμα, θα γινόταν δεκαπέντε σε λίγους μήνες… Χάιδευε την γάτα της και απλά κοιτούσε έξω.… Δεν την ένοιαζε η άμμος που είχε σκορπιστεί σε όλο το σπίτι, δεν την ένοιαζε τίποτα πια… Ήξερε τι θα γινόταν, αν έβλεπε η μητέρα της όλη αυτή την ακαταστασία. Ήξερε. Το ίδιο είχε συμβεί και άλλες φορές παλαιότερα.. Θυμάται το ξύλο που έτρωγε κάθε φορά από την μητέρα της. Θυμάται τις φορές που πήγε στο νοσοκομείο με καψίματα στο σώμα της, με σπασμένα πόδια… Θυμάται και τα ψέματα που την ανάγκαζε η μητέρα της να πει στους γιατρούς..

Όλα τα θυμάται.. Ακόμα και τον φόβο που ένοιωθε κάθε φορά που έβλεπε την μητέρα της να έρχεται στο σπίτι. Αλλά τώρα δεν φοβάται. Όχι, κοιτάζει το πράσινο κήπο του σπιτιού και γελάει… Γελάει δυνατά.. Τώρα πια νοιώθει δυνατή.. Ξέρει τι κρύβει η πίσω αυλή… Ή μάλλον ποιον… Το δεκαπεντάχρονο κορίτσι κοίταξε το γαλάζιο ουρανό για μία στιγμή και κατευθύνθηκε στη άλλη πλευρά του σπιτιού. Πίσω από την μεγάλη γλάστρα της γαρδένιας, ήξερε τι θα δει.. Τη μητέρα της σε μία λίμνη αίματος και δίπλα το μαχαίρι της κουζίνας…. Η μικρή κοιτούσε το πτώμα της μητέρας της και χαμογελούσε. «Πήρε αυτό που της άξιζε» μονολόγησε και στη συνέχεια την σκέπασε με ένα ροζ σεντόνι. Ροζ θα ήταν τα όνειρά της, εάν δεν είχε κακοποιηθεί τόσο πολύ από την μητέρα της τόσα χρόνια, μα τώρα ήταν πια αργά. Το ροζ σεντόνι σκέπασε το άψυχο σώμα μίας μη-τέρας…

Η μικρή με ένα μολύβι με απίστευτη ψυχραιμία έγραψε καθαρά το ονοματεπώνυμο της μητέρας της και το άφησε δίπλα της. Ένοιωθε πια χαρά. Απίστευτη χαρά. Το καναρίνι άρχισε το κελαίδισμα του και την επανέφερε στη πραγματικότητα. Σκέφτηκε να εξαφανιστεί από το σπίτι. Για λίγες μέρες τουλάχιστον.

Πήρε μαζί της τη γάτα, το σκύλο και την γλάστρα με τη αζαλέα, το αγαπημένο της φυτό. Θα έφευγε από εκείνο το σπίτι για πάντα. Ένοιωθε πια τόσο χαρούμενη, ξένοιαστη, είχε ξεφύγει από το άσχημο παρελθόν της… Κανείς πια δεν θα την χτυπούσε, δεν θα της έκανε κακό... Ήταν μία ζεστή καλοκαιρινή μέρα και σαν σήκωσε το βλέμμα της ψηλά, νόμισε πως ο ήλιος της χαμογέλασε. Ήταν σίγουρη πως έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει.

Περπατώντας στο δρόμο, ήρθαν στο νου της, εικόνες «ακάλεστες» από το παρελθόν. Έτσι, είδε τον εαυτό της όταν ήταν μικρό παιδί να κάθεται ήσυχα στη καρέκλα του σπιτιού να παίζει με τα παιχνίδια της. Μέχρι που ήρθε θυμωμένη εκείνη και άρχισε να την χτυπά τόσο δυνατά που άρχισε να τρέχει αίμα από το πρόσωπό της. «Εκείνη» ήταν η μητέρα της. «Μαμά» δεν την αποκάλεσε ποτέ. Η λέξη «μαμά» είναι ιερή και ήξερε πολύ καλά πως δεν άξιζε η μάνα της αυτόν τον τίτλο.

Δεν αισθάνθηκε καθόλου λύπη όταν είδε το άψυχο σώμα της μάνας της στο κήπο. Ούτε και πιο πριν. Τότε που η μητέρα της φοβισμένη την παρακαλούσε να μη την σκοτώσει. Όχι, δεν ένοιωθε λύπη, ούτε και όταν έβαζε το μαχαίρι στο σώμα της μαμάς της. Το μαχαίρι δεν το πήρε μαζί της. Δεν ήξερε τι να το κάνει. Το άφησε κλειδωμένο στο σπίτι, σε ένα συρτάρι που είχε το γραφείο.

Μετά από ώρες περπατήματος, νύχτωσε και ο ουρανός «άναψε» το φως.. Χιλιάδες τώρα αστέρια κρατούσαν συντροφιά στο μικρό κορίτσι…

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Πάρα πολύ καλή ιστορία, με έκανε να ανατριχιάσω από την πρώτη παράγραφο. Πραγματικά ήθελα να διαβάσω κι άλλο :)
Ο χρήστης Mairh Kanta είπε…
Ευχαριστώ πολύ :)