Το χελιδόνι



Γράφει η Γεωργία Μαρίνου

Όταν βλέπετε ένα πουλί μέσα σε ένα κλουβί τι περνάει από το μυαλό σας; Δεν νοιώθετε την ανάγκη να το αφήσετε ελεύθερο; Να πετάξει μακριά, στον δικό του κόσμο…
Έτσι ένοιωθε και η Κατερίνα, ήθελε να ξεφύγει από τη φυλακή της, κανείς όμως δεν φαινόταν διατεθειμένος να την ελευθερώσει. Αυτή η φυλακή δεν είχε κάγκελα, ήταν όμως γεμάτη από τη μυρωδιά αντρικού ιδρώτα και γυναικείου αρώματος. Κάθε βράδυ έπρεπε να παραδίδει το κορμί της, μαζί με αυτό κι ένα κομμάτι του εαυτού της, ώσπου να μην μείνει τίποτα. Η ζωή έτσι τα έφερε, έλεγε συχνά στον εαυτό της για να παρηγορηθεί. Δεν ήταν αλήθεια, είχε κάνει τις επιλογές της και τώρα τις πλήρωνε.

Ένα χρόνο ζούσε στην Αθήνα. Την είχαν διώξει από το σπίτι που έμενε γιατί αδυνατούσε να πληρώσει το νοίκι, είχε ανάγκη από ένα καταφύγιο. Γνώρισε έναν άνδρα, ήταν τρυφερός μαζί της και την έκανε να νοιώθει ασφάλεια, προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Έτσι έφτασε εκεί, άλλοι το ονομάζουν οίκο ανοχής, άλλοι πορνείο, εκείνη… το αποκαλούσε εφιάλτη.

Συχνά είχε την ανάγκη να ρωτήσει γιατί, γιατί την είχε οδηγήσει εκεί; Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που η Κατερίνα δεν πρόλαβε να αντιδράσει.

Αφότου την έδιωξαν από το σπίτι της, έμεινε για μερικές μέρες με τον Μιχάλη. Αυτές οι μέρες ήταν αρκετές για να την οδηγήσει στην φυλακή του. Της είπε πως είχε βρει δουλειά για εκείνη… Πήγαν μαζί στο υποτιθέμενο γραφείο όπου ζητούσαν εργαζόμενους. Έτσι η Κατερίνα φυλακίστηκε στον εφιάλτη της. Ο Μιχάλης την κλείδωσε στον οίκο ανοχής, από τότε κάθε βράδυ την ανάγκαζε να δουλεύει γι αυτόν.

Ένας χρόνος πέρασε και το χελιδόνι δεν ξαναβγήκε από το κλουβί του… Κανείς δεν την αναζητούσε, συγγενείς δεν είχε, οι υπόλοιπες κοπέλες δεν τολμούσαν να ρωτήσουν γιατί. Δεν ήθελαν να διακινδυνέψουν τη θέση τους, ίσως να κατέληγαν σαν το χελιδόνι, έτσι την αποκαλούσαν, το χελιδόνι φυλακισμένο στο χρυσό του κλουβί... Στο άκουσμα αυτών των λέξεων η Κατερίνα αηδίασε, πως θα μπορούσε μία τέτοια φυλακή να χαρακτηριστεί ως χρυσό κλουβί; Άραγε γιατί να την αποκαλούσαν έτσι; Τα χελιδόνια πετούσαν ελεύθερα και έφευγαν όταν έφτανε ο χειμώνας. Έχετε δει ποτέ χελιδόνι σε κλουβί; Παράξενο ε; Η Κατερίνα αποτελούσε εξαίρεση όμως, πάντα πετούσε ελεύθερη στο παρελθόν, έφευγε όταν έρχονταν τα δύσκολα και τώρα, ήταν εγκλωβισμένη…

Κάθε βράδυ η βαριά ανάσα των αντρών στιγμάτιζε το κορμί της , τα σημάδια που άφηναν πάνω της ήταν σαν μώλωπες βαθιά ριζωμένοι στην ψυχή της. Άραγε θα γλύτωνε ποτέ; Σκεφτόταν συχνά. Δεν έμενε άπραγη όμως… Μία φορά είχε δοκιμάσει να το σκάσει, αλλά ο Μιχάλης την έπιασε και τότε οι μώλωπες έγιναν αληθινοί.

Μία νύχτα διαφορετική από τις άλλες ερχόταν… αυτή τη φορά όμως δεν θα έφερνε την ικανοποίηση των αντρών, αλλά της Κατερίνας, του χελιδονιού. Ένας άντρας μπήκε στην είσοδο του οίκου, εκείνη καθόταν σε μία γωνία και περίμενε κάποιον για να την επιλέξει, όπως κάθε βράδυ. Δεν φαινόταν σαν τους άλλους. Κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω του εξετάζοντας τον χώρο, το βλέμμα του κόλλησε πάνω στην Κατερίνα. Μάλλον ήταν αυτή που έψαχνε, ταίριαζε στην περιγραφή. Μία κοπέλα πιο πέρα ψιθύρισε, «το χελιδόνι μόλις βρήκε πελάτη.»

Ο νεαρός άντρας πήρε το βλέμμα του από πάνω της μόλις κατάλαβε πως κι αυτή τον κοιτούσε. Ντροπαλός, σκέφτηκε η Κατερίνα. Ένα χρόνο κλεισμένη σε αυτό τον εφιάλτη είχε μάθει να ξεχωρίζει τους άνδρες, μερικοί ήταν πιο σκληροί και αυτό φαινόταν από τις εκφράσεις τους, άλλοι κακόβουλοι, αλλά κανένας από αυτούς …ντροπαλός.

Τελικά, αποφάσισε να μιλήσει στην Κατερίνα, ήταν πολύ κοντά στο στόχο του, το μόνο που έμενε ήταν να της αποσπάσει πληροφορίες. Όταν έφτασε αρκετά κοντά της, άπλωσε το χέρι του και της συστήθηκε, το όνομα του ήταν Άγγελος. Η Κατερίνα παραξενεύτηκε, συνήθως οι άντρες εκεί μέσα συστήνονταν με ένα χυδαίο άγγιγμα, αλλά όχι αυτός και το όνομα του ήταν Άγγελος, τόσο διαφορετικός. Άραγε μπορούσε να τον εμπιστευτεί; Ήθελε τόσο πολύ να του πει τι συνέβαινε. Τα λεπτά ξεγλίστρησαν γρήγορα από το ρολόι, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουν. Το σαλόνι είχε σχεδόν αδειάσει, οι περισσότεροι βρίσκονταν πάνω στις κρεβατοκάμαρες, εκεί όπου απόψε η Κατερίνα δεν θα αναγκαζόταν να πάει…

Μετά από αρκετή ώρα εμφανίστηκε ο Μιχάλης, μίλησε με τον Άγγελο και του είπε πως υπάρχει ακόμα μία άδεια κρεβατοκάμαρα αν ήθελε. Τα λόγια του έπεφταν σαν αγκάθια πάνω στην Κατερίνα. Ο Άγγελος όμως αρνήθηκε δεν είχε πάει εκεί για να περάσει καλά, με ένα ευγενικό νεύμα αποχώρησε. Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του ο Μιχάλης άρπαξε την Κατερίνα από το μπράτσο, ζητούσε να μάθει τι έλεγαν τόση ώρα. Εκείνη του είπε πως απλώς μιλούσαν, ο Μιχάλης δεν την πίστεψε, παρόλα αυτά την ελευθέρωσε από τη λαβή του. Η Κατερίνα δεν του είχε πει την αλήθεια, αν την έλεγε θα έχανε κάθε ευκαιρία να φύγει από εκεί μέσα.

Τα επόμενα βράδια ο Άγγελος επισκεπτόταν την Κατερίνα, ποτέ δεν πήγαν οι δυο τους στην κρεβατοκάμαρα, χαμηλόφωνα συζητούσαν για το σχέδιο τους. Το χελιδόνι όμως αυτές τις κουβέντες τις πλήρωνε ακριβά, ο Μιχάλης δεν λάμβανε την είσπραξη που επιθυμούσε από την Κατερίνα και τη χτυπούσε. Το προτιμούσε, ναι το προτιμούσε, είχε ανάγκη τον Άγγελο, ήταν σαν βάλσαμο στις πληγές της. Άλλωστε θα την έβγαζε από εκεί μέσα… πολύ σύντομα.

Η νύχτα δεν πρόλαβε να κάνει την εμφάνιση της και ο Άγγελος μπήκε στον οίκο ανοχής με τη συνοδεία κι άλλων αστυνομικών. Συνέλαβαν τον Μιχάλη με την κατηγορία απαγωγής. Όλες οι κοπέλες ήταν τρομοκρατημένες, που θα πήγαιναν; τι θα έκαναν. Η Κατερίνα όμως ήταν ελεύθερη, επιτέλους το χελιδόνι θα πετούσε έξω από το κλουβί του…

Ο Άγγελος δεν ακολούθησε τους άλλους συναδέλφους του. Πλησίασε την Κατερίνα και βγήκαν μαζί έξω, το φως του ήλιου, ο αέρας όλα αυτά την έκαναν να καταλάβει πως το μαρτύριο της είχε τελειώσει. Ο Άγγελος την αγκάλιασε και τη φίλησε τρυφερά.

Σχόλια