Χωρίς εισιτήριο



Γράφει η Μαίρη Κάντα

«Θα σε σκοτώσω» μία φράση μόνο σε μία λευκή σελίδα.
Και άλλες λευκές σελίδες μα η ίδια μόνο φράση τους τελευταίους μήνες.. Λένε πως «μου έχει σαλέψει», πως έχω χάσει το μυαλό μου, λένε... Με κοιτούν και μετά κατεβάζουν χαμηλά το βλέμμα τους... Με λυπούνται, τους τρομάζω; Φοβούνται μήπως τους κολλήσω; Τι; Δεν ξέρω.



Αλλά εγώ έπαψα να τους ακούω, να τους βλέπω εδώ και καιρό. Γιατί μπορεί να ακούσει ή να δει ένας νεκρός; Χαχαχα. Όχι βέβαια. Και εγώ νεκρή είμαι. Ναι, καλά, εδώ όλοι μου λένε ψέματα. Μου λένε πως είμαι ζωντανή, πως θα γίνω καλά και πώς θα γυρίσω κάποια στιγμή στο σπίτι.



Ποιο σπίτι; Πώς θα γίνω καλά; Οι νεκροί δεν μπορούν να γίνουν καλά, ούτε έχουν σπίτια. Είμαι εδώ κλεισμένη σε ένα δωμάτιο όλη μέρα με μόνη συντροφιά τα χαρτιά που μου φέρνουν οι «απ έξω». Λένε πως θα μου κάνει καλό να γράφω τις σκέψεις μου. Πάλι λένε οι.. «απ΄έξω».



Μοναδική μου επιθυμία ήταν να υπάρχουν μέσα στο δωμάτιο δεκάδες εισιτήρια λεωφορείου. «Ό,τι θέλεις» μου είπε μια από τις νοσοκόμες και την επομένη μέρα βρήκα στο δωμάτιο μου αυτό που ζήτησα. Τα πήρα στα χέρια μου ευλαβικά, τα κοίταξα προσεκτικά και τα σκόρπισα στο πάτωμα. Το βράδυ τα μαζεύω ένα-ένα και κοιμάμαι αγκαλιά με αυτά. Κάθε πρωί, όλο και κάποιος θα μου φέρει και άλλα εισιτήρια.



Τουλάχιστον ξέρω πως δεν θα συμβεί ξανά. Όχι όσο έχω δίπλα μου τα εισιτήρια. Όχι. Δεν ήμουν έτσι. Δεν έμενα σε ένα λευκό άδειο δωμάτιο, δεν έγραφα τέτοιες απαίσιες φράσεις. Δεν ήμουν. Κάποτε ήμουν ζωντανή. Έκανα ό,τι κάνουν και όλοι οι άνθρωποι. Κάποτε ζούσα.



Πριν κάποιους μήνες ήμουν φοιτήτρια. Το όνομά μου είναι.... Με λένε... Αλήθεια, πώς με λένε; Δεν θυμάμαι. Να θυμηθώ να ρωτήσω, όταν μου φέρουν τα φάρμακα. Πού είχα μείνει; Α, ήμουν φοιτήτρια κάποτε. Το θυμάμαι πολύ καλά αυτό. Είχα περάσει στη σχολή που ονειρευόμουν από μικρή. Σπούδαζα αρχιτεκτονική.



Είχα πολλά όνειρα τότε. Ονειρευόμουν να ανοίξω το δικό μου γραφείο αρχιτεκτονικής, να καθόμουν εκεί με τις ώρες σχεδιάζοντας υπέρλαμπρα σπίτια. Να παντρευόμουν τον πρίγκιπά μου, να αποκτούσα μία μεγάλη οικογένεια και ένα σκύλο να τρέχει μέσα στο σπίτι. Ναι, κάποτε είχα πολλά όνειρα.



Εκτός από όνειρα είχα και πολλές παρέες. Ήμουν πολύ κοινωνική. Μπορεί τα πρωινά μου να τα περνούσα στη σχολή, μπορεί να διάβαζα πολύ, αλλά στο ελεύθερο μου χρόνο διασκέδαζα έντονα. Σαββατόβραδα από club σε club με την παρέα μέχρι τα ξημερώματα. Δεν έπινα ποτέ πολύ, αλλά πάντα διασκέδαζα. Και τα φλερτ μου είχα, και τις σχέσεις μου. Μου άρεσε πολύ η ζωή που είχα.



Και κανείς δεν είχε παραπονεθεί για μένα. Γιατί άλλωστε να το κάνει; Οι γονείς δεν έλεγαν τίποτα γιατί πάντα ήμουν άριστη φοιτήτρια. Περνούσα με 9 σχεδόν όλα τα μαθήματα του εξαμήνου και τα πιο δύσκολα τα περνούσα με 8. Οι φίλες μου είχαν να το λένε πως ήμουν «έξω καρδιά». Γελούσαν με τα αστεία μου και ήμουν η πιο δημοφιλής στη σχολή.



Μέχρι που ξεκίνησε ο εφιάλτης....



-Πού είναι τα εισιτήρια μου; Πού; Α εδώ είναι... Μερικές φορές όταν δεν βρίσκω τα εισιτήρια δίπλα μου, τρομάζω πάρα πολύ, αρχίζω να φωνάζω, ξυπνούν και πάλι οι αναμνήσεις και με παρασύρουν.. Αλήθεια, δεν το θέλω αλλά φοβάμαι τόσο πολύ... Τα εισιτήρια θέλω να είναι πάντα δίπλα μου.. Πάντα. Δεν θέλω να ξαναζήσω αυτό που έζησα τότε.. Δεν θέλω, δεν θέλω, δεν....



Τι έλεγα; Α, θυμήθηκα.. Ο εφιάλτης ξεκίνησε ένα Σαββατόβραδο. Μία φίλη μου έκανε ένα πάρτι γενεθλίων στο σπίτι της. Καλεσμένος θα ήταν και ο νέος γείτονας της. Ένας γοητευτικός νεαρός, φοιτητής ιατρικής που πρόσφατα είχε μετακομίσει στη γειτονιά. Για μέρες έψαχνα να βρω τι θα φορέσω, ήθελα να εντυπωσιάσω και αυτόν τον κούκλο.



Ένα μαύρο φορεματάκι με μαύρες γόβες ήταν ό,τι πρέπει για την περίσταση. Το δώρο είχα αγοράσει μέρες πριν – ένα όμορφο μεταξωτό φουλάρι- είμαι σίγουρη πως θα της άρεσε.



Πήρα το δώρο, κλείδωσα και έφυγα από το σπίτι. Οδήγηση δεν ήξερα, ούτε αυτοκίνητο είχα. Απλά δεν είχα πάει να δώσω για το δίπλωμα. Απλά δεν έτυχε. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς με εξυπηρετούσαν πάντα. Με ένα εισιτήριο γλίτωνα τα χρήματα για βενζίνη και τον χρόνο για να βρω πάρκινγκ.



Αν ήξερα οδήγηση, αν είχα προνοήσει από πριν, αν.... Τότε τίποτα από όλα αυτά δεν θα γινόντουσαν.



Το πάρτι στο σπίτι της κολλητής μου κυλούσε πολύ όμορφα. Χορεύαμε, τραγουδούσαμε, μιλούσαμε, γελούσαμε, όλα ήταν υπέροχα. Είχα και το φλερτ του νέου γείτονα. H βραδιά αναμενόταν να τελειώσει υπέροχα.



Μέχρι που αποφάσισα να φύγω. Ήξερα πως έπρεπε να φύγω νωρίτερα για να προλάβω το λεωφορείο και έτσι έκανα. Αποχαιρέτησα την παρέα μου και τον νέο γείτονα, με την υπόσχεση πως θα ξαναοργανώσουμε νέο πάρτι σύντομα και πήγα στη στάση να περιμένω το λεωφορείο.



Καθώς περίμενα το λεωφορείο, κατάλαβα πως δεν είχα μαζί μου εισιτήριο. «Και τώρα τι;» άρχισα να αναρωτιόμουν. Τι μπορούσα να κάνω; Δεν είχα πάρει μαζί μου δεύτερο εισιτήριο. Πώς το είχα πάθει εγώ αυτό; Πάντα φρόντιζα να έχω αρκετά εισιτήρια μέσα στη τσάντα μου και δεν παρέλειπα κάθε τόσο να αγοράσω καινούρια για να μη ξεμένω.



Περίπτερο εκεί κοντά δεν υπήρχε, το λεωφορείο πλησίαζε, τι μπορούσα να κάνω; Πήρα μία πολύ γρήγορη απόφαση: να μπω στο λεωφορείο δίχως εισιτήριο. Το ξέρω πως ήταν λάθος αυτό, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Αισθανόμουν πολύ άσχημα, αλλά έπρεπε να το κάνω.



Θα υπήρχε εισπράκτορας άραγε; Δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ, μπήκα στο λεωφορείο. Οι πρώτες δύο στάσεις πέρασαν εύκολα. Ευχόμουν να φτάσω γρήγορα στο προορισμό μου και παρακαλούσα το Θεό να μη συμβεί τίποτα άσχημο. Στη τρίτη στάση μπήκε εισπράκτορας.



«Ω Θεέ μου, τι θα κάνω τώρα;» αναρωτήθηκα. Αποφάσισα να του πω όλη την αλήθεια. Ήλπιζα να με καταλάβει. Ήταν αργά την νύχτα σε μία περιοχή που δεν γνώριζα τόσο καλά. Τι θα έκανε; Θα με άφηνε να περπατήσω σε μία άγνωστη περιοχή μόνη;



Αυτό ακριβώς έκανα όταν με πλησίασε. Του είπα όλη την αλήθεια. Του ζήτησα να με συγχωρέσει, να μου κόψει πρόστιμο, αν ήταν αναγκαίο αλλά να μη με κατεβάσει κάτω. Αυτός ανένδοτος. Ζήτησε από τον οδηγό να σταματήσει και να ανοίξει την πόρτα για να βγω. Παρενέβησαν και άλλοι επιβάτες. Τίποτα.



Στο τέλος πήρα την απόφαση με δάκρυα στα μάτια να κατέβω από το λεωφορείο. Φοβισμένη, έψαχνα να βρω κάποιον να με βοηθήσει να φτάσω στο σπίτι μου. Ερημιά, κανείς δεν υπήρχε. Ούτε άνθρωποι, ούτε αυτοκίνητα, τίποτα. Άρχισα να περπατάω.



Ξαφνικά, από το πουθενά, βλέπω να με πλησιάζει ένας άντρας. Δεν πήγε το μυαλό μου στο κακό, σκέφτηκα πως ήθελε να με βοηθήσει να βρω το δρόμο μου. Πόσο αφελής ήμουν.



-«Γεια σου. Τι ζητάς εδώ;» με ρώτησε. – «Ψάχνω να βρω ένα κεντρικό δρόμο για να επιστρέψω στο σπίτι μου» απάντησα και αυτός προσφέρθηκε να με βοηθήσει. Τον εμπιστεύτηκα και τον ακολούθησα.



Μέχρι που έδειξε το πραγματικό του εαυτό. Μέχρι που μου επιτέθηκε και με έσυρε με βία σε μία οικοδομή. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, δεν υπήρχε κανείς. Δεν ήθελε να με ληστέψει. Σαν άγριο, πεινασμένο ζώο όρμησε πάνω μου... Δεν το συγκινούσαν οι φωνές μου, τα παρακάλια μου, δεν το συγκινούσε τίποτα.. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασα στα χέρια του ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Μόλις τέλειωσε την αποτρόπαια του πράξη, έφυγε κλαίγοντας.



Έμεινα εκεί, χαμένη, να κοιτάω τα σκισμένα μου ρούχα. Έμεινα εκεί, να αναρωτιέμαι το «γιατί». Έμεινα εκεί μέχρι τα ξημερώματα. Τότε κάποιος πέρασε από εκεί και άρχισε να με ρωτά τι συνέβη. Δεν τον καταλάβαινα, δεν μπορούσα να θυμηθώ τι είχε συμβεί. Ποια ήμουν, γιατί φορούσα ένα σκισμένο φόρεμα, γιατί έκλαιγα, γιατί ήμουν ακόμα ζωντανή.



Κινητοποιήθηκαν αρκετά άτομα, με βρήκε η οικογένεια μου. (Είχα ποτέ οικογένεια; Γιατί δεν την θυμόμουν; ) Οι αρχές μίλησαν για μία επίθεση που δέχτηκα, οι ψυχίατροι για ένα πολύ ισχυρό σοκ που έπαθα εξαιτίας της επίθεσης. Με έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική για να με βοηθήσει.



Με τους μήνες άρχισα σιγά-σιγά να θυμάμαι. Οι λευκές σελίδες άρχισαν να γεμίζουν με λέξεις και το μυαλό με άσχημες αναμνήσεις. Θέλω να βγω από εδώ. Να βγω έξω και να ψάξω να τον βρω.



Θέλω να σε σκοτώσω, όπως με σκότωσες....

Σχόλια