Μία αγνή αγάπη


Γράφει η Γεωργία Μαρίνου

Ο Δήμος χάζευε από το παράθυρο του το ολόγιομο φεγγάρι…
Πάντα ήταν μόνος, όλοι ήταν μακριά του γιατί ήταν τρελός, αλλά χαρούμενος, αυτό κανείς ποτέ δεν το σκέφτηκε. Καθώς κοιτούσε το φεγγάρι, η σκέψη του ταξίδεψε στην αγαπημένη του. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε αντικρίσει ποτέ, γλυκιά σαν τη σοκολάτα και όμορφη σαν μία φράουλα.

Αυτές οι σκέψεις κάθε βράδυ ταξίδευαν στο μυαλό του, αλλά φοβόταν πως ποτέ δεν θα μπορούσε να την πλησιάσει. Την επόμενη μέρα πήγε στην πλατεία του χωριού. Εκείνη καθόταν δίπλα στο σιντριβάνι, το φως του ήλιου δημιουργούσε ξανθές ανταύγειες στα καστανά μαλλιά της. Ήξερε ποια ήταν η αμαρτία του, να θέλει κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να αποκτήσει. Παρόλα αυτά την πλησίασε αργά. Εκείνη έτρωγε το μεσημεριανό της, κάθισε δίπλα της και του πρόσφερε λίγο, εκείνος αδέξια άπλωσε το χέρι του και δέχτηκε την προσφορά της. Όταν δοκίμασε για πρώτη φορά κάτι που είχε φτιάξει εκείνη, η σάλτσα έπεσε πάνω στο τσαλακωμένο πουκάμισο του. Χαμήλωσε το κεφάλι από ντροπή, σίγουρα θα τον θεωρούσε αποτυχημένο… Η Ανθή τον πλησίασε και του χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο. Του χαμογέλασε γλυκά και του είπε πως είναι ο καλύτερος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ως τώρα. Είχε έρθει όμως η ώρα να φύγει, έβαλε το χέρι στην τσέπη της, και ύστερα το έκλεισε στην χούφτα του. Όταν η Ανθή έφυγε, ο Δήμος άνοιξε τη χούφτα του και είδε την αγαπημένη της καρφίτσα… Την είχε χαρίσει σε εκείνον.

Καθόταν και κοιτούσε για αρκετά λεπτά την καρφίτσα της. Γιατί του την είχε χαρίσει; Άραγε σήμαινε κάτι αυτό; Οι σκέψεις του σταμάτησαν να ρέουν απότομα όταν ο Στέλιος άρπαξε την καρφίτσα από τα χέρια του. Πάντα του φερόταν άσχημα. Φυσικά, αφού ο Δήμος ήταν το εύκολο θύμα. Ο Στέλιος πρόσεξε πως αυτή η καρφίτσα ανήκε στην Ανθή, είχε βάλει στόχο να την κατακτήσει, αλλά εκείνη δεν ήταν τόσο ανόητη ώστε να υποκύψει. Πέταξε την καρφίτσα μέσα στο σιντριβάνι.

Ο Δήμος μπήκε μέσα στο σιντριβάνι κι άρχισε να ψάχνει την καρφίτσα, γλίστρησε κι έπεσε ολόκληρος μέσα στο νερό. Όλοι γύρω του στην πλατεία άρχισαν να γελούν. Η Ανθή έτυχε να περάσει από την πλατεία, τους είδε όλους γύρω από το σιντριβάνι, φοβήθηκε μήπως κάποιος είχε πάθει κάτι. Όταν πλησίασε κατάλαβε πως γελούσαν κοροϊδεύτηκα ενάντια του Δήμου. Η Ανθή μπήκε κι αυτή μέσα στο σιντριβάνι, εκείνος καθόταν εκεί αγκαλιάζοντας τα γόνατα του, τα δάκρυα σκέπαζαν τα μάγουλα του. Η Ανθή τον αγκάλιασε και τους έδιωξε όλους. Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά την καρφίτσα της. Εκείνη τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε πως θα είναι πάντα κοντά του. «Σ’ αγαπάω» Του είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια. Ο Δήμος αφέθηκε στην επιθυμία του και τη φίλησε.

Η ξεχωριστή αυτή στιγμή, διακόπηκε σύντομα όταν ο Στέλιος άρχισε να φωνάζει. Ούρλιαζε κι έβριζε την Ανθή, πως θα μπορούσε να είναι με έναν τρελό; Εκείνη βγήκε από το σιντριβάνι και τον χαστούκισε, ο Στέλιος την έσπρωξε προς το σιντριβάνι, η Ανθή έπεσε στην αγκαλιά του Δήμου. Αν δεν ήταν αυτός… θα είχε χτυπήσει πολύ άσχημα, δεν θα υπήρχε γυρισμός. Ο Στέλιος τρομοκρατημένος από την πράξη του έτρεξε μακριά.

Η Ανθή ευχαρίστησε τον Δήμο. Εκείνος μάζεψε την καρφίτσα της κι έφυγαν μαζί κρατώντας σφιχτά ο ένας τον άλλο.

Οι επόμενες μέρες δεν ήταν εύκολες, όλοι σαμποτάριζαν την Ανθή για τη σχέση της με τον Δήμο. Δεν την ένοιαζε όμως, τον αγαπούσε πραγματικά κι αυτό είχε σημασία. Ένα χρόνο μετά οι δυο τους παντρεύτηκαν κι έφυγαν μακριά από το χωριό. Κανείς δεν τους ξαναενόχλησε από τότε, ούτε καν ο Στέλιος.

Σχόλια