Σε έχασα...




 Γράφει η Ελίνα Λαγουδάκη

Ήταν τρεις τα ξημερώματα όταν χτύπησε το τηλέφωνο της. Στην άλλη άκρη της γραμμής, μια γνωστή φωνή, της έλεγε ότι χειρότερο μπορούσε να ακούσει εκείνη τη στιγμή.
Ο Γιώργος, ο δικός της Γιώργος, βρισκόταν στο νοσοκομείο. Δεν κατάλαβε πότε σηκώθηκε και μπήκε στο αμάξι. Τα φώτα των δρόμων την εμπόδιζαν. Μπροστά της έβλεπε το πρόσωπο του Γιώργου. Έβλεπε σκηνές από την ζωή τους και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Μόλις έφτασε στο νοσοκομείο ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Δεν ήξερε που να ρωτήσει και που να κοιτάξει. Τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν και ένιωσε το σώμα της να τρέμει.

Όταν έφτασε στον διάδρομο που ήταν τα επείγοντα και είδε την Μαρία να την περίμενει και να τρέχει να την αγκαλιάσει έχασε την αισθήσεις της. Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρέθηκε σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου και δίπλα της ήταν η Μαρία. Την ρώτησε τι έγινε αλλά εκείνη δεν μπορούσε να της μιλήσει. Φοβήθηκε να της πει. Εκείνη, και μόνο από τα μάτια της, κατάλαβε τι έγινε. Τα δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. Δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει. Γύρισε πλευρό και τα μαξιλάρι της δέχθηκε τα δάκρυα της.

Με το που έμεινε μόνη της, σηκώθηκε και διέλυσε ότι υπήρχε γύρω της. Τα πάντα που υπήρχαν στο δωμάτιο βρέθηκαν στο πάτωμα. Ντύθηκε και έφυγε. Προσπάθησε η Μαρία να την σταματήσει αλλά εκείνη δεν άκουγε κανέναν. Πήρε το αμάξι και έφυγε. Δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα που δεν μπορούσαν άλλο να εγκλωβιστούν. Τα μάτια που τόσο εκείνος αγάπησε έγιναν δυο βρύσες και έκλαιγαν για αυτόν. Για τον μόνο άντρα που αγάπησε τόσο. Για τον μόνο που την έκανε να νιώσει καλά... μπήκε ξανά το αμάξι και έφυγε. Δεν την είδε κανείς από τότε. Είπε αντίο σε αυτόν αλλά και σε όλους με τον δικό της τρόπο. Πήγε για να βρει εκείνον. Όπως εκείνος, έψαξε τόσο για να βρει τον θησαυρό μέσα της.

Σχόλια