Η αγάπη στο τέλος του δρόμου



Γράφει η Γεωργία Μαρίνου

Η Ελένη σιδέρωνε την αγαπημένη της μπλούζα, είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της.
Όλα εκεί μέσα ήταν σαν ένας λαβύρινθος, τι θα έκανε με τη ζωή της; Θα κατάφερνε να περάσει τις εξετάσεις; Άραγε ένιωθε τίποτα γι αυτήν ο Χρήστος; Όλα ήταν τόσο περίπλοκα…

Ο ήχος του τηλεφώνου τρύπησε στα αυτιά της και την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. Άφησε το σίδερο πάνω στην μπλούζα, ήταν ο πατέρας της, θα αργούσε για φαγητό. Όπως πάντα, σκέφτηκε η Ελένη. Πριν δύο χρόνια η μητέρα της τους είχε αφήσει, ο πατέρας της ήταν ένας αλκοολικός που νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του.

Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να απαντήσει. Η μυρωδιά καμένου τύλιξε τη μύτη της. Είχε ξεχάσει το σίδερο πάνω στην αγαπημένη της μπλούζα και τώρα είχε μια τεράστια τρύπα. Απογοητευμένη η Ελένη πέταξε την μπλούζα της στα σκουπίδια, ήταν το τελευταίο δώρο που είχε από τη μητέρα της, πριν τους αφήσει…

Κάθισε στον καναπέ και πήρε το βιβλίο φιλολογίας στα χέρια της, έπρεπε να συγκεντρωθεί. Το κινητό της άρχισε να χτυπάει. Η αγανάκτηση της διαλύθηκε μόλις είδε στην οθόνη το όνομα που την έκανε να ανατριχιάζει. Ήταν ο Χρήστος. Πήρε μία βαθιά ανάσα και σήκωσε το τηλέφωνο. Της ζήτησε να συναντηθούν, δεν ήταν καλά… την είχε ανάγκη. Η Ελένη κοίταξε το βιβλίο φιλολογίας και μετά το τηλέφωνο. Τελικά κανόνισε να συναντηθούν σε μια καφετέρια.

Λίγο μετά τα μάτια της Ελένης χάζευαν τα τέλεια χαρακτηριστικά του Χρήστου. Πως γίνεται να είναι τόσο τέλειος; Σκέφτηκε. Εκείνος της εκμυστηρευτικέ το πρόβλημα του. Ο πατέρας του είχε φέρει μία νέα γυναίκα στο σπίτι. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι και τα τελευταία χρόνια ο Χρήστος ανεχόταν τις φιλενάδες του πατέρα του.

«Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; Θέλει να τη γνωρίσω, σήμερα κιόλας, θα έρθεις μαζί μου έτσι;» Είπε παρακλητικά ο Χρήστος στην Ελένη.

Οι δύο τους δεν γνωρίζονταν παρά μόνο μερικούς μήνες, από τη σχολή φιλολογίας, αλλά ο Χρήστος είχε ανοιχτεί πολύ στην Ελένη. Εκείνη δεν μπορούσε να του φέρει αντίρρηση κι έτσι δέχτηκε να πάνε μαζί.

Λίγο μετά βρίσκονταν στο σπίτι του πατέρα του Χρήστου. Ο πατέρας του τους είπε πως σε λίγο θα έφτανε η μέλλουσα γυναίκα του. Ο Χρήστος έκανε μία γκριμάτσα και η Ελένη τον σκούντηξε γελόντας.

Το κουδούνι χτύπησε… σύντομα τα γέλια θα σταματούσαν. Μέσα στο σπίτι μπήκε η Μαίρη, η μητέρα της Ελένης. Και οι δύο κοιτάχτηκαν έκπληκτες… η Ελένη χωρίς να πει λέξη έτρεξε έξω από το σπίτι. Ο Χρήστος την ακολούθησε. Την έσφιξε στην αγκαλιά και τη ρώτησε τι είχε συμβεί. Η Ελένη προσπαθούσε να μιλήσει, αλλά τα δάκρυα της την έπνιγαν… Μετά από λίγο του είπε πως ήταν η μητέρα της, που την είχε αφήσει …

Ο Χρήστος την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του και σταμάτησε τους λυγμούς της με ένα φιλί. Της είπε πως θα είναι πάντα δίπλα της ότι κι αν συνέβαινε. Έτσι ο Χρήστος πήρε από το χέρι την Ελένη και την οδήγησε πάλι μέσα στο σπίτι. Ο Χρήστος είπε την αλήθεια στον πατέρα του για τη μέλλουσα γυναίκα του. Η Μαίρη τους είπε πως έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή της . Η Ελένη ήταν έτοιμη να τη χαστουκίσει αλλά το τρίξιμο στο κινητό της τη σταμάτησε.

Το νούμερο ήταν άγνωστο. Ήταν από το νοσοκομείο. Ο πατέρας της. Τον βρήκαν νεκρό. Από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ο οργανισμός του δεν άντεξε κι έπαθε οξεία δηλητηρίαση. Η Ελένη κόντεψε να πέσει αλλά την κράτησε ο Χρήστος. Είπε χαμηλόφωνα τι συνέβη. Η μητέρα της το μόνο που είπε ήταν πως νόμιζε πως είχε πεθάνει εδώ και χρόνια αυτός ο γέρος… Η Ελένη ούρλιαξε στο πρόσωπο της να σκάσει.

Οι επόμενοι μήνες για την Ελένη ήταν δύσκολοι… Αλλά βγήκε νικήτρια, κατάφερε να τελειώσει τη σχολή της και μαζί με τον Χρήστο ταξίδεψαν στο εξωτερικό μακριά από τα προβλήματα τους. 

Σχόλια