Το μυστήριο της θάλασσας


Γράφει η Γεωργία Μαρίνου

Ήταν μια συνηθισμένη ηλιόλουστη μέρα. Επιτέλους είχε έρθει το καλοκαίρι και ο Μάρκος θα μπορούσε να κολυμπήσει στα βάθη της θάλασσας.
Το νερό ήταν το δικό του οξυγόνο, η ζωή του. Πήρε τον εξοπλισμό του από την αποθήκη, έβαλε τη στολή του και κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα. Δεν είχε μεγάλη απόσταση από το σπίτι του κι έτσι πήγαινε συχνά.

Λίγο πριν βουτήξει έβαλε τα βατραχοπέδιλα του και το οξυγόνο. Χωρίς να χάσει καιρό βούτηξε στα γαλάζια νερά της. Ήταν αρκετά παγωμένα αλλά δεν τον πείραζε, αποφάσισε να δοκιμάσει τις ικανότητες του και να κολυμπήσει ακόμα πιο βαθιά.

Όσο πιο βαθιά έφτανε τόσο πιο πολύ ένα γαλάζιο φως τον αγκάλιαζε. Τι παράξενο, θα έπρεπε να επικρατεί σκοτάδι εκεί κάτω. Ο Μάρκος δεν δίστασε και συνέχισε να κολυμπά προς το γαλάζιο φως, για να ανακαλύψει το μυστήριο της θάλασσας. Είδε ένα πρόσωπο, ένα γυναικείο όμορφο πρόσωπο. Τρομαγμένος πάλεψε με την πίεση της θάλασσας για να φτάσει στην επιφάνεια. Κάτι τον εμπόδιζε όμως, κάποιος του κρατούσε σφιχτά τα πόδια. Ο Μάρκος ήταν σίγουρος πως όλα θα τελείωναν προσπάθησε να αποτραβηχτεί αλλά δεν τα κατάφερνε. Όταν κοίταξε κάτω αντίκρισε μία γυναίκα να τον κρατάει γερά. Δεν είχε πόδια αλλά… όχι δεν μπορεί να ήταν έτσι… είχε ουρά. Ένα άλλο γαλάζιο φως πλησίασε την παράξενη γυναίκα. Το φως μειώθηκε, μέσα του έκρυβε μια κοπέλα, μία γοργόνα. Το οξυγόνο στη φιάλη του Μάρκου λιγόστευε, δεν είχε πολύ χρόνο. Η γοργόνα απομάκρυνε την κοπέλα που τον κρατούσε αιχμάλωτο. Εκείνος λιποθύμησε.

Η γοργόνα τον τράβηξε στην επιφάνεια και τον οδήγησε στη στεριά… Τα δάκρυα της έπεσαν πάνω στο πρόσωπο του κι εκείνος ξύπνησε. Ο Μάρκος έμεινε έκπληκτος από την ομορφιά της. Όσο όμως ο ήλιος άγγιζε το κορμί της, το δέρμα της ξεραινόταν. Η γοργόνα προσπάθησε να συρθεί μέχρι τη θάλασσα αλλά ήταν ήδη πολύ αδύναμη. Ο Μάρκος την βοήθησε να ξαναγυρίσει στο νερό.

Η κοπέλα τον ευχαρίστησε δίνοντας του μία μικρή χτένα. Εκείνος ζήτησε να μάθει το όνομα της, εκείνη δεν του απάντησε, το βλέμμα της όμως πέρασε τη σκέψη της στο μυαλό του. Το όνομα της ήταν Κρυσταλλένια. Ο Μάρκος άπλωσε το χέρι του για να την αγγίξει αλλά εκείνη ήδη είχε χαθεί στα βάθη της θάλασσας.

Ένας μήνας πέρασε από τότε και ο Μάρκος δεν έπαψε να αναζητά πληροφορίες για τις γοργόνες. Πολύ μύθοι ακουγόντουσαν γι αυτές αλλά τίποτα που να αναφέρεται σε αυτό που του συνέβη. Μία από αυτές προσπάθησε να τον σκοτώσει, αλλά η Κρυσταλλένια… όχι εκείνη ήταν διαφορετική. Πήρε στα χέρια του τη χτένα της. Μέσα του ευχήθηκε να την ξαναδεί.

Εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύπησε την πόρτα του. Ο Μάρκος αντίκρισε μια άγνωστη κοπέλα μπροστά του αλλά ένιωθε πως κάποτε την είχε ξαναδεί.

«Γιατί με φώναξες; Συμβαίνει κάτι;» Τον ρώτησε η νεαρή κοπέλα.

Εκείνος έμεινε έκπληκτος. Πότε την είχε καλέσει;

Η κοπέλα κατάλαβε πως ότι είχε κάνει ο Μάρκος ήταν άθελα του. Άγγιξε το πρόσωπο του με τα δυο της χέρια και του πέρασε τις σκέψεις της.

Το μυαλό του Μάρκου σχημάτισε μία εικόνα. Ήταν η γοργόνα… σίγουρα ήταν αυτή αλλά πως ήταν δυνατόν;

« Με κάλεσες με τη σκέψη σου, χρησιμοποίησες τη χτένα σωστά;»

«Ακούς τη σκέψη μου;»

«Εμ , ναι όπως καταλαβαίνεις δεν είμαι μία συνηθισμένη γυναίκα…»

«Η αλήθεια είναι πως δεν έχω γνωρίσει πολλές γυναίκες με ουρά»

«Καλό αυτό. Γιατί θα είχες μπλεξίματα, όπως με εκείνη τη γοργόνα που προσπάθησε να σε σκοτώσει. Μην την παρεξηγείς είναι στη φύση της.»

«Δεν καταλαβαίνω, αν είναι έτσι εσύ γιατί με έσωσες; Και γιατί τώρα έχεις πόδια;»

«Χαλάρωσε, θα στα εξηγήσω όλα. Επίτηδες σου χάρισα τη χτένα μου, ήξερα πως θα ήθελες να με ξαναδείς και μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να με βοηθήσει.»

Ο Μάρκος την κοιτούσε με ερωτηματικό βλέμμα, εκείνη χαμογέλασε και τον έβαλε να κάτσει στον καναπέ.

«Αν ένας άνθρωπος κρατήσει την χτένα μου και ζητήσει να με δει, αυτόματα μεταμορφώνομαι σε άνθρωπο».

«Και εμένα γιατί με χρειάζεσαι;»

«Όπως είπα και πριν, είναι στη φύση μιας γοργόνας να σκοτώνει, εγώ όμως δεν είμαι έτσι. Γι αυτό σε έσωσα. Θέλω να ξεφύγω από τα νερά αυτά. Ο μύθος λέει πως αν ένας άνθρωπος σώσει μία γοργόνα από τον ήλιο τότε μπορεί να τη σώσει κι από τη θάλασσα».

«Για να καταλάβω, θέλεις να γίνεις άνθρωπος;»

«Ναι, θέλω να ξεφύγω»

O Μάρκος πετάχτηκε επάνω και άνοιξε την πόρτα.

«Λυπάμαι δεν μπορώ να σε βοηθήσω»

«Μα σε έσωσα μου χρωστάς!» Τα μάτια της γοργόνας έλαμψαν επικίνδυνα.

Ο Μάρκος έκανε ένα βήμα πίσω.

«Εντάξει θα σε βοηθήσω, τι πρέπει να κάνω;»

«Είναι απλό, θα πρέπει να βουτήξεις ξανά στον βυθό και να σκοτώσεις τη γοργόνα που σου επιτέθηκε»

«Είσαι τρελή; Και γιατί δεν τη σκοτώνεις μόνη σου;»

«Αν ήταν τόσο απλό θα το είχα κάνει ήδη, μία γοργόνα μπορεί να πεθάνει και να σωθεί από ανθρώπινο χέρι. Από κανέναν άλλο».

«Να πεθάνει ε;»

«Μην τολμήσεις να με αγγίξεις»

«Δεν είχα σκοπό, απλά πρόσεχε γιατί μπορώ εύκολα να αλλάξω τη γνώμη μου. Αλήθεια γιατί θες να τη σκοτώσεις;»

«Είναι η βασίλισσα στο βυθό, επηρεάζει τις υπόλοιπες γοργόνες. Γι αυτό σκοτώνουν. Αν πάψει να υπάρχει αυτή τότε όλα θα λυθούν».

Ο Μάρκος δεν ήξερε αν έπρεπε να εμπιστευτεί μία άγνωστη και πόσο μάλλον μία γοργόνα. Έδειχνε δυναμική αλλά τα μάτια της πρόδιδαν το φόβο της, πραγματικά χρειαζόταν βοήθεια. Οι μέρες πέρασαν γρήγορα η Κρυσταλλένια προειδοποίησε τον Μάρκο για τα τρωτά σημεία της βασίλισσας. Έτσι η μεγάλη μέρα δεν άργησε να φανεί. Ο νεαρός άντρας βούτηξε στη θάλασσα, είχε πάρει μαζί του τη χτένα της γοργόνας για φυλαχτό. Σύντομα θα της την επέστρεφε. Όταν όλα θα τελείωναν…

Τα βαθιά νερά τον αγκάλιασαν, αλλά όσο πιο κάτω πλησίαζε τόσο πιο παγωμένα ήταν, ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του το γαλάζιο φως. Ήταν έτοιμος, κρατούσε γερά στα χέρια του την κόγχη. Θα τη σκότωνε, το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα χτύπημα και όλα θα τελείωναν.

Το πρόσωπο της βασίλισσας κόλλησε πάνω στο δικό του. Το αίμα του πάγωσε, δεν μπορούσε να κουνηθεί, η κόγχη έπεσε στην άμμο και θάφτηκε μαζί της. Η γοργόνα τον άρπαξε από το λαιμό, τα μάτια της έλαμψαν τόσο που φωτίστηκε ολόκληρη η θάλασσα. Η Κρυσταλλένια δεν άργησε να φανεί. Ο Μάρκος κούνησε το χέρι του για να της πει να φύγει. Όρμισε πάνω στη βασίλισσα της, αψηφώντας τους φόβους της. Ήξερε πως θα πέθαινε αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τον Μάρκο να θυσιαστεί για χάρη της, εξαιτίας της είχε φτάσει ως εκεί. Είχε μετανιώσει. Η βασίλισσα ελευθέρωσε από τη λαβή της τον νεαρό άντρα, το βλέμμα της έπεσε πάνω στη γοργόνα. Η ουρά της Κρυσταλλένιας έγινε χίλια κομμάτια, από μέσα της ξεδιπλώθηκαν δύο ανθρώπινα πόδια. Ο Μάρκος κάρφωσε τη χτένα πάνω στη βασίλισσα κι έτσι κατάφερε να τη σκοτώσει. Πήρε στην αγκαλιά του πλέον ανθρώπινο σώμα της Κρυσταλλένιας και την ανέβασε ως την επιφάνεια. Το σώμα της ήταν απλωμένο στην αγκαλιά της άμμου, ο ήλιος δεν την έκαιγε πλέον. Ο Μάρκος προσπάθησε να ακούσει την αναπνοή της. Τίποτα… η απόλυτη σιωπή… Τα χείλη του άγγιξαν δειλά τα δικά της, για άλλη μία φορά τον είχε σώσει.

Τα μάτια της αντίκρισαν ξανά το φως του ήλιου. Ο Μάρκος την έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά του, εκείνη του εξομολογήθηκε την αγάπη της…

Η Κρυσταλλένια δεν έπαψε ποτέ να αγαπά τη θάλασσα, αλλά η ανθρώπινη αγάπη την είχε κερδίσει. Συχνά από τότε οι δύο τους ταξίδευαν μαζί στο μυστήριο της θάλασσας, το βυθό της. Ο Μάρκος βρήκε ξανά τη χτένα της αγαπημένης του…

Η ευτυχία δεν έφυγε ποτέ από τα μάτια τους.

Σχόλια