Χωρίς εσένα...



Γράφει η Μαίρη Κάντα



-Άντε, γράψε κάτι. Τι κάθεσαι; Εσύ δεν μου λες συνέχεια πως οι λέξεις είναι οι καλύτεροι σου φίλοι; Θέλω να μου γράψεις το ωραιότερο κείμενο που έχει γραφτεί ποτέ..
Έτσι συνήθιζες να μου λες όταν ήμασταν μαζί, τότε... Θυμάσαι; Τις όμορφες μέρες που κουβεντιάζαμε για ώρες και γελούσαμε με το καθετί. Θυμάσαι τα γέλια μας, τα αστεία που έλεγες και πάντα μου άρεσαν; Όλα μου άρεσαν πάνω σου τότε. Τότε που ξέγνοιαστα περπατούσαμε στη αμμουδιά ξεχνώντας το «αύριο».
«Τι σημαίνει «αύριο»; Δεν ξέρω. Μάθε πρώτα τι σημαίνει «σήμερα» και άσε την λέξη «αύριο» για αύριο» μου έλεγες πάντα γελώντας. Πάντα με τρόμαζε το «αύριο» δεν στο είπα ποτέ. Γελούσα μόνο μαζί σου και προσπαθούσα να κρύψω τον φόβο μου. Έκλεινα τα μάτια και ήλπιζα πως πάντα θα έμενε το «σήμερα» ανάμεσά μας. Όχι δεν ήθελα να μάθω το «αύριο», ήθελα να ζήσω, να γευτώ το «σήμερα».
Τρία ολόκληρα χρόνια ζήσαμε μαζί το «σήμερα». Τρία ευτυχισμένα χρόνια, δίχως «αύριο». Με γέλια, όμορφες στιγμές και πολύ αγάπη. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι. Τόσο πολύ, που είχα πάψει να φοβάμαι το «αύριο» και μαζί κάναμε όνειρα για το μέλλον. Πόσα όνειρα κάναμε για το μέλλον. Κοινά όνειρα.
Πέρασαν τρία χρόνια χωρίς να υποτροπιάσεις και ήταν αρκετά για να ξεχάσουμε το κοινό μας εχθρό. Μέχρι που, χρειάστηκε να ξαναμπείς στο νοσοκομείο και άρχισαν από την αρχή οι χημειοθεραπείες. Τότε ήταν που έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όχι δεν μπορεί. Ο καρκίνος ανήκε στο παρελθόν γιατί εμφανίστηκε τώρα; Γιατί; Γιατί κατέστρεψε το παρόν; Γιατί έγινε απειλή του μέλλοντος;
Με έβλεπες κάθε φορά στο νοσοκομείο να κλαίω σιωπηλά, δεν μπορούσα να σε βλέπω με όλα αυτά τα σωληνάκια. Με έπαιρνες αγκαλιά και μου μιλούσες ψιθυριστά, σαν... Σαν να φοβόσουν μήπως ακουστούν οι σκέψεις σου, τα κρυφά «θέλω» σου και δεν πραγματοποιηθούν ποτέ.
Σαν τώρα θυμάμαι όλα όσα μου ψιθύριζες εκείνες τις ώρες στο νοσοκομείο.
«Μη φοβάσαι. Κλείσε τα μάτια και σκέψου θετικά. Δεν θα πάω πουθενά, θα μείνω για πάντα μαζί σου. Για πάντα. Δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ. Ακούς; Κλείσε τα μάτια και δες τις καλύτερες μέρες που θα έρθουν. Σε παρακαλώ. Κλείσε τα μάτια και μη βλέπεις το νοσοκομείο, μη κοιτάς τα καλώδια αυτά. Φαντάσου την αμμουδιά και εμάς τους δύο αγκαλιά».
Ήθελα να σε πιστέψω. Αλήθεια. Έκλεινα τα μάτια και προσπαθούσα να κάνω όλα όσα μου ζητούσες. Να σκεφτώ εμάς τους δύο έξω από το νοσοκομείο, μακριά από αυτό τον εφιάλτη. Ήθελα να ονειρεύομαι για μας τους δύο. Με παρότρυνες και εσύ. Αλλά ο φόβος δεν έλεγε να κοπιάσει. Έτρεμα κάθε φορά που ερχόταν να μου μιλήσει ο γιατρός. Δεν ήθελα να ακούσω όσα μου έλεγε. Όχι δεν ήθελα. Έκλεινα τα αυτιά μου σφιχτά και άκουγα μόνο τον ήχο της θάλασσας. Μόνο αυτόν.
Πέρασαν μήνες που ήσουν στο νοσοκομείο. Είχες αρχίσει να χάνεις σιγά-σιγά την μάχη. Δεν σε
κατηγορώ, ο εχθρός ήταν πολύ δυνατός και εσύ αδύναμος. Έπαψες να μιλάς, δεν είχες την δύναμη πια, μόνο με κοιτούσες. Τα μάτια σου που κάποτε έλαμπαν, τώρα είχαν χάσει την λάμψη τους.
Σε αγκάλιαζα και σου μιλούσα για ώρες. Ήθελα να προλάβω να σου πω τα πάντα, πριν.. Το πόσο πολύ σε αγαπούσα, το πόσο σε χρειαζόμουν στη ζωή μου. «Μη φύγεις, μη με αφήσεις μόνη, σε παρακαλώ» σου έλεγα κλαίγοντας όταν πια έχανα τις ελπίδες μου. «Πώς μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, χωρίς τα αστεία σου, την αγκαλιά σου, τα κοινά μας όνειρα; Πώς μπορώ να ζήσω το «αύριο» χωρίς εσένα πλάι μου; Πώς;»
Έφυγες μετά από 9 μήνες και με άφησες... Μόνη, χωρίς την δική σου αγκαλιά, χωρίς το δικό σου στήριγμα. Πριν φύγεις, με έβαλες να σου υποσχεθώ κάτι «να γράψω το ωραιότερο κείμενο που έχει υπάρξει ποτέ». Με δάκρυα στα μάτια συμφώνησα.
Μέρες μετά την απουσία σου, θέλησα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που σου έδωσα. Πήγα στη αγαπημένη μας αμμουδιά, κάθισα στο βράχο που καθόμασταν συνήθως και ξεκίνησα να γράφω.
Μα τι να γράψω; Πώς να ξεκινήσω, τι λέξεις να χρησιμοποιήσω; Με τις λέξεις κάποτε διατηρούσα φιλικές σχέσεις. Ήταν η συντροφιά μου, μπορούσα να γράφω για ώρες.... Μέχρι που έφυγες... Από τότε με εγκατέλειψαν και οι λέξεις.. Είμαι πια εντελώς μόνη..
Λευκή σελίδα... Εδώ και ώρες κάθομαι στο ίδιο σημείο και δεν έχω γράψει ούτε μια λέξη. Πίστεψε με, προσπαθώ. Γράφω, σβήνω, γράφω, σβήνω, πετάω την σελίδα και παίρνω άλλη. Τίποτα.. Δεν μπορώ να γράψω τίποτα. Ένα απέραντο κενό. Μου λείπεις. Έχεις χαθεί και μαζί με σένα, χάθηκαν και οι λέξεις. Θρηνούν και εκείνες μαζί με μένα το χαμό σου;
Έκανες τεράστιο λάθος. Δεν γράφω καλά, δεν χρησιμοποιώ τις κατάλληλες λέξεις. Χωρίς την δική σου παρουσία, τα γραπτά μου είναι για «πέταμα». Εσύ έκανες τις λέξεις να μοιάζουν μαγικές, εσύ ομόρφαινες την ζωή μου, η δική σου παρουσία μου έδινε φτερά να πετάξω ψηλά, να ονειρεύομαι ξανά και ξανά.
Δεν μπορώ να κρατήσω την υπόσχεση που έδωσα. Συγχώρα με, δεν μπορώ γιατί λείπεις, λείπει η δική σου παρουσία και όλα είναι τόσο διαφορετικά. Ακόμα παραμένει λευκή η σελίδα, άδεια όπως και η δική μου ζωή χωρίς εσένα....
Άδεια η ζωή μου χωρίς εσένα...

Σχόλια