"Το έγκλημα της μητέ-ρας"


Γράφει η Μαίρη Κάντα

Η ψυχική υγεία της 30χρόνης Χριστίνας είναι πολύ ευάλωτη. Ο σύζυγος της, την εγκατέλειψε μη αντέχοντας τις συνεχείς εκρήξεις θυμού της και την άρνησή της να βοηθηθεί από ένα ειδικό.
Μετά την εγκατάλειψη του συζύγου της, η Χριστίνα ζει μαζί με την μητέρα της και τα δύο της παιδιά, ένα κοριτσάκι οκτώ ετών και ένα αγοράκι πέντε ετών σε ένα μικρό χωριό, έξω από τα Ιωάννινα.

Ζουν φτωχικά καθώς καμία από τις δύο γυναίκες δεν δουλεύει. Δεν υπάρχει ρεύμα στο σπίτι, ούτε θέρμανση. Συνήθως τους βοηθούν οι γείτονες δίνοντας διάφορα τρόφιμα ή κάποια χρήματα. Η Αντωνία, γνωρίζει πως η κόρη της είναι άρρωστη. Την έχει δει πολλές φορές να θυμώνει χωρίς λόγο, να λέει ασυναρτησίες, να συζητά με αόρατα άτομα. Ξέρει πως χρειάζεται βοήθεια και προσπαθεί να πείσει τη κόρη της να πάει σε ειδικό.

Αντίθετα η Χριστίνα δεν πιστεύει πως έχει κάποιο πρόβλημα με την υγεία της. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά της όλα θα ήταν καλύτερα γι αυτήν. Δεν αγαπάει τα παιδιά της. Τα θεωρεί υπεύθυνα για τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας, για το ότι έφυγε από το σπίτι ο σύζυγος της. Πιστεύει ακόμα πως αυτά ευθύνονται που δεν μπορεί να βρει δουλειά. Θέλει να φύγει από το χωριό και να πάει στη Αθήνα. Νομίζει πως εκεί θα βρει ευκολότερα δουλειά και η ζωή της θα είναι καλύτερη. Φυσικά δεν θέλει να πάρει μαζί της τα παιδιά.

Μία μέρα η Χριστίνα ξύπνησε από τα κλάματα του 5χρονου Γιαννάκη. Είχε υψηλό πυρετό και πεινούσε. Όλη η οικογένεια δεν είχε φάει την τελευταία εβδομάδα, καθώς είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που τους είχαν χαρίσει. Δεν μπορούσε να ακούει το κλάμα του γιου της και άρχισε να εκνευρίζεται.

Η μητέρα της Χριστίνας αποφάσισε να βγει έξω από το σπίτι για να αναζητήσει φαγητό. Κάποιος θα την λυπόταν και θα της έδινε λίγα χρήματα για να αγοράσει φαγητό και φάρμακα. Ακόμα και αν έπρεπε να ζητιανέψει από σπίτι σε σπίτι, ακόμα και αν έβρισκε μπροστά της κλειστές πόρτες. Έπρεπε να το κάνει για τα εγγόνια της.

Στο σπίτι η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Ο Γιάννης συνέχιζε να κλαίει από την πείνα και η Χριστίνα σε έξαλλη κατάσταση φώναζε και έσπαγε ό,τι αντικείμενο έβρισκε μπροστά της. Η 8χρόνη Γεωργία είχε τρομάξει πολύ και είχε κρυφτεί κάτω από το τραπέζι. Το μυαλό της Χριστίνας είχε θολώσει. Σκεφτόταν μόνο πόσο όμορφα θα ήταν σε μία μεγάλη πόλη και πόσο καλύτερη θα ήταν η ζωή εκεί.

Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, πήρε το γιο της αγκαλιά και σχεδόν σέρνοντας τη Γεωργία και βγήκε από το σπίτι. Θα πήγαινε στη Αθήνα και κανένας δεν θα της στεκόταν εμπόδιο. Ούτε τα παιδιά της. Το πολύ-πολύ να τα παρατούσε στη είσοδο κάποιου σπιτιού και αν ήταν τυχερά θα έβρισκαν μία νέα οικογένεια. Διαφορετικά ας πέθαιναν στο κρύο. Δεν την ένοιαζε καθόλου τι θα απογίνουν.

Στη αρχή, ο μικρός Γιάννης αποκοιμήθηκε στη αγκαλιά της μητέρας του και σταμάτησε να κλαίει ενώ η Γεωργία περπατούσε σιωπηλά δίπλα στη μητέρα της. Περπατούσαν για ώρες. Είχαν απομακρυνθεί πολύ από το χωριό τους και πλησίαζαν στο επόμενο χωριό.

Είχαν κουραστεί και οι τρεις. Ο Γιαννάκης είχε αρχίσει να κλαίει ξανά. Η Χριστίνα εκτός από κουρασμένη ήταν και οργισμένη που δεν είχε καταφέρει ακόμα να «ξεφορτωθεί» τα παιδιά. Ήθελε να φτάσει στο προορισμό της μόνη. Και το κλάμα συνεχιζόταν. Τώρα έκλαιγε και το κορίτσι. Η Χριστίνα προσπαθούσε να ηρεμήσει τον Γιάννη μα αυτός έκλαιγε ολοένα και περισσότερο.

Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει η Χριστίνα. Είχε θολώσει η σκέψη της, έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα ώστε να σωπάσει. Δεν άντεχε να τον ακούει, δεν άντεχε το κλάμα του. Τον πήρε από τη αγκαλιά της και τον άφησε στο δρόμο. Μετά με τα δύο της χέρια άρχισε να σφίγγει το λαιμό του. Το παιδάκι προσπαθούσε να ελευθερωθεί, να σωθεί μα ήταν πιο δυνατή η μητέρα του. Έκλαψε για λίγο μέχρι που ξεψύχησε. Η Χριστίνα σκότωσε το παιδί της.

Βλέποντας αυτό η Γεωργία έτρεξε και έφυγε μακριά. Φοβήθηκε και για την δική της ζωή. Για ώρα η Χριστίνα κρατούσε σφιχτά το λαιμό του παιδιού χωρίς να είχε καταλάβει πως το παιδί ήταν νεκρό. Όταν κατάλαβε πως το παιδί ήταν νεκρό, το άφησε στη άκρη του δρόμου και συνέχισε την πορεία της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει, ούτε έψαξε να βρει την κόρη της. Απλά περπατούσε.

Λίγες ώρες αργότερα οι αστυνομικοί βρήκαν τρομοκρατημένη την Γεωργία όπου εξιστόρησε τα όσα συνέβησαν και συνέλαβαν την Χριστίνα. Η Χριστίνα δεν είχε καμία επαφή με το περιβάλλον, δεν θυμόταν ούτε το όνομά της, ούτε τα παιδιά της. Δεν πίστευε τους αστυνομικούς που της έλεγαν πως σκότωσε το ένα από τα παιδιά της.









Σχόλια