"Το νέο σπίτι"


Γράφει: Μαίρη Κάντα


«Πώς ήταν η πρώτη μέρα στο νέο μου σπίτι; Με μία μόνο λέξη, καταπληκτική. Ναι, σου λέω, ήταν όλα υπέροχα. Με συγχωρείς όμως, τώρα, πρέπει να σε κλείσω για να ετοιμαστώ. Σε λίγο θα έρθει η γειτόνισσα για καφέ. Τα λέμε» είπα στη φίλη μου και έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν ήθελα να καταλάβει την ταραχή μου, ούτε για το πόσο άσχημα πέρασα στο νέο μου σπίτι….
«Νέο σπίτι» λέω και κοιτάω τους ετοιμόρροπους τοίχους απεγνωσμένη. Αν δεν πέσουν να με πλακώσουν όσο βρίσκομαι εδώ, τυχερή θα είμαι. Θεέ μου, τι σκεφτόμουν προτού να το αγοράσω; Γιατί βιάστηκα τόσο πολύ; Έπρεπε να ήμουν περισσότερο προσεκτική. Και τι θα κάνω τώρα; Θα γελάνε οι φίλοι μου, αν έρθουν εδώ. Και δεν τους αδικώ καθόλου. Ήθελα και εγώ να παρουσιάσω ένα μικρό δυαράκι σαν την έπαυλη του Ωνάση. Καλά να τα πάθω.
Αχ Θεέ μου, τι απαίσια μέρα η χθεσινή. Ένοιωθα σαν να πρωταγωνιστούσα σε θρίλερ  αν και ήρθα με τις καλύτερες προθέσεις εχθές το πρωί. Ήμουν πολύ χαρούμενη. Μετά από ένα πολύ άσχημο χωρισμό, το να αποκτήσω το δικό μου σπίτι, ήταν η νέα αρχή που χρειαζόμουν. Με το πού μπήκα μέσα όμως, ένοιωσα ένα ψυχρό αέρα. Σκέφτηκα πως ήταν ιδέα μου και αποφάσισα να ανοίξω τα παντζούρια για να ζεστάνει ο ήλιος το σπίτι. Τα δύο από τα τέσσερα παντζούρια έσπασαν και έπεσαν στο πάτωμα. Προσπάθησα να μη στεναχωρηθώ. Πήρα το μπλοκάκι μου και σημείωσα για να φωνάξω τεχνικό για τα παντζούρια και κάποιον να φτιάξει τους τοίχους.
Στη συνέχεια, σκέφτηκα να βγω στο μπαλκόνι και να απολαύσω τη θέα. Σκέψη που αργότερα αποδείχτηκε λανθασμένη, καθώς το πρώτο πράγμα που αντίκρισα απέναντι από το σπίτι μου ήταν ένα νεκροταφείο! Μα ποιος χτίζει σπίτια τόσο κοντά σε νεκροταφεία; Και ποιος αγοράζει αυτά τα σπίτια; Στραβοκατάπια και απέφυγα να απαντήσω στη δεύτερη ερώτηση που έθεσα στον εαυτό μου. Λίγη ώρα παραμονής στο νέο μου σπίτι και ήδη με είχε πιάσει πονοκέφαλος.
Αποφάσισα να περπατήσω στη περιοχή για να την γνωρίσω καλύτερα, αλλά και για να πάρω παυσίπονα για το πονοκέφαλο. Κατέβηκα τους τέσσερις ορόφους της πολυκατοικίας με τα πόδια, καθώς ασανσέρ δεν υπήρχε. «Θα κάνω δωρεάν γυμναστική και θα….» προτού ολοκληρώσω τη σκέψη μου, αντίκρισα δυο γραφεία τελετών. Ήταν στο ίδιο πεζοδρόμιο με τη πολυκατοικία και κοντά-κοντά το ένα με το άλλο. «Δεν είναι δυνατόν» ψέλλισα και συνέχισα να περπατώ για να μη καταρρεύσω τη πρώτη μέρα στο νέο μου σπίτι. Λίγα μέτρα πιο μακριά από το σπίτι, είδα μία όμορφη εκκλησία. Χαμογέλασα στη σκέψη πως τουλάχιστον θα βρίσκομαι κοντά στον οίκο του Θεού και πλησίασα για να ανάψω ένα κερί. Το μετάνιωσα γρήγορα όμως καθώς εκείνη την ώρα υπήρχε μια κηδεία.
«Εντάξει» σκέφτηκα «συμβαίνουν και αυτά» και μόλις αγόρασα τα παυσίπονα που ήθελα, επέστρεψα στο σπίτι. Οι πρώτες ώρες διαμονής μου στο νέο σπίτι δεν ήταν όπως τις είχα φανταστεί, αλλά δεν έχασα την αισιοδοξία μου. Ο μεσημεριανός ύπνος θα με χαλάρωνε, σκέφτηκα και ξάπλωσα στο νέο κρεβάτι μου. Μα δεν κατάφερα να κοιμηθώ, παρά ελάχιστα λεπτά καθώς κάποιος χτυπούσε με δύναμη τη πόρτα. Δεν άνοιξα αμέσως γιατί φοβήθηκα. Μα όταν κοίταξα από το «ματάκι» της πόρτας και είδα μια γλυκιά ηλικιωμένη γυναίκα, της άνοιξα.
Ήταν η νέα μου γειτόνισσα και της άνοιξα με χαρά. Ήθελε να δει ποιος είχε αγοράσει το σπίτι. Όταν της πρότεινα να μπει μέσα στο σπίτι για να κάτσουμε για λίγο, χλόμιασε και έφυγε γρήγορα. Ανησύχησα, φοβήθηκα πως κάτι έπαθε και πλησίασα στη πόρτα του δικού της διαμερίσματος. Της χτύπησα το κουδούνι και άρχισε να μου φωνάζει «Φύγε, φύγε». Ένοιωσα τόσο άσχημα και επέστρεψα στο δικό μου σπίτι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί.
Προσπάθησα να ηρεμήσω, διαβάζοντας ένα βιβλίο, μα δεν τα κατάφερα. Λίγη ώρα αργότερα, χτύπησε ξανά η πόρτα. Άνοιξα διστακτικά και ήταν ο γιος της ηλικιωμένης γειτόνισσας που είχε έρθει νωρίτερα. Αρχικά μου ζήτησε συγγνώμη για την συμπεριφορά της μητέρας του και προσπάθησε να μου εξηγήσει γιατί φέρθηκε έτσι η ηλικιωμένη. Μου διηγήθηκε λοιπόν πως το διαμέρισμα που αγόρασα, έμενε κλειστό και απούλητο για πολλά χρόνια καθώς γύρω από αυτό υπήρχαν πολλοί και παράξενοι μύθοι. Οι μύθοι ξεκίνησαν από τότε που έμενε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και πλήθυναν όταν πέθανε. Εκείνος ήταν γέρος, παράξενος και αντικοινωνικός. Οι γείτονες ποτέ δεν τον είχαν δει να βγει έξω από την πολυκατοικία την μέρα. Έβγαινε μόνο αργά την νύχτα. Δεν είχε ποτέ επισκέψεις στο σπίτι και πάντα στα παράθυρα υπήρχαν μαύρες κουρτίνες.
Τον παρακάλεσα να μου πει περισσότερα για αυτούς τους μύθους, μα αρνήθηκε «για να μη με φοβίσει» όπως είπε και έφυγε. Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν κλείδωσα την πόρτα του σπιτιού. Ένοιωθα απίστευτα τρομαγμένη. Να γυρίσω πίσω στο πατρικό μου σπίτι, δεν ήθελα. Ή θα τρόμαζα περισσότερο την οικογένεια μου, ή θα με κορόιδευαν που πίστεψα σε μύθους και ανοησίες, όπως θα έλεγε ο πατέρα μου. Έτσι το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κουλουριαστώ με τις κουβέρτες και να περιμένω να ξημερώσει για να φύγω από το σπίτι.

Ο ελάχιστος ύπνος μου ήταν πολύ ταραχώδης. Μόλις ξύπνησα, αποφάσισα να τηλεφωνήσω στο μεσίτη για να πουλήσω το σπίτι, μα πάνω στη ταραχή μου, πληκτρολόγησα τον αριθμό μιας φίλης μου. Εύχομαι να πίστεψε όσα ψέματα της είπα πριν λίγο.

Σχόλια