Η ιστορία του Καραγκιόζη (Μέρος Β)



Καλώς ήρθατε για ακόμα μία φορά, αγαπητοί αναγνώστες, στο «Εβδομαδιαίο μας Ραντεβού». Πώς είστε; Ελπίζω να ανυπομονείτε κι εσείς, όπως κι εγώ για το Β΄ μέρος του άρθρου της ιστορίας του Καραγκιόζη. Την προηγούμενη φορά είχαμε ασχοληθεί για το Θέατρο Σκιών στη Κίνα, για το αρχικά θρησκευτικό χαρακτήρα καθώς και για τον Τουρκικό Καραγκιόζη. Σήμερα, θα αναφερθούμε στη μεταφορά του Καραγκιόζη στη Ελλάδα, στον εξελληνισμό του και στις σχολές των καραγκιοζοπαιχτών. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τον ερχομό του Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο.

Υπάρχουν θρύλοι και παραδόσεις που αναφέρουν πως ο Καραγκιόζης υπήρχε στην Ελλάδα από την εποχή του Βυζαντίου, ωστόσο παραμένουν αναληθείς και χωρίς να μπορούν να τεκμηριωθούν. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι ο Καραγκιόζης υπήρχε πριν από την Επανάσταση του 1821, αλλά δεν έχουν στοιχεία για να στηρίξουν μία τέτοια άποψη. Αλλά και πάλι, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως οι Τούρκοι που κατοικούσαν εδώ, αγνοούσαν ή δεν έβλεπαν καθόλου αυτό το λαϊκό αυτό θεάτρου. Επίσης υπάρχει μία πληροφορία ότι οι Φιλικοί έκαναν τις μυστικές συναντήσεις τους μέσα στα θέατρα του Καραγκιόζη. Αν αυτό αληθεύει δεν σημαίνει ότι απολάμβαναν ένα τέτοιο θέαμα αλλά ότι εκμεταλλευόταν τον συνωστισμό για να ανταλλάξουν τα μηνύματά τους.

Η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή ο Καραγκιόζης εισήχθη στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση του 1821, φαίνεται να είναι η πιο σωστή και η πιο αληθινή. Τους λόγους της απουσίας του Καραγκιόζη πριν την Επανάσταση, προσπαθεί να εξηγήσει ο Βασίλης Ρώτας , επισημαίνοντας ότι λόγω της Τουρκοκρατίας δεν επιτρέπονταν μεγάλες συγκεντρώσεις Ρωμιών. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Τούρκικος Καραγκιόζης, εθιμικά, ήταν συνδεδεμένος με την γιορτή του Ραμαζανιού. Θα ήταν λοιπόν προσβλητικό και απαράδεκτο ένας Έλληνας να παρακολουθήσει ένα τέτοιο θέαμα.

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία αναφοράς στον Καραγκιόζη βρίσκεται στις 18 Αυγούστου 1841, όπου η αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη» γράφει: «Την 21 του παρόντος, θα παρουσιαστεί είς Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζ-Αββάτην και Κουσζούκ- Μεϊμέτην». Μετά από 11 χρόνια, στις 9 Φεβρουαρίου 1852, συναντάμε και δεύτερο δημοσίευμα σχετικά με τον Καραγκιόζη στη ίδια εφημερίδα.

Ο Καραγκιόζης μετά τον ερχομό του στη Ελλάδα, παρέμεινε για πολλά χρόνια ένα χυδαίο θέαμα και απευθυνόταν μόνο στις λαϊκές τάξεις που ζούσαν εξαθλιωμένες στις παραγκούλες των λιμανιών και των αστικών κέντρων. Οι τύποι και το ρεπερτόριο του ήταν τούρκικα και κάτω από τα χοντρά αστεία δεν υπήρχε ίχνος κοινωνικής κριτικής ή διαμαρτυρίας.

Ο Δημήτρης Σαρδούνης με το παρατσούκλι Μίμαρος από την Πάτρα ήταν αυτός που ανέλαβε το πολύ δύσκολο έργο του εξελληνισμού του Καραγκιόζη. Ο Μϊμαρος, ψάλτης στο επάγγελμα, είναι ο γενάρχης του Ελληνικού Καραγκιόζη. Αυτός τον καθάρισε από τις βωμολοχίες του και παρουσίασε έργα με ελληνικά θέματα που έμειναν αθάνατα. Οι παραστάσεις του Μίμαρου είχαν μεγάλη επιτυχία καθώς εκτός από το πανί που φωτιζόταν με τα λυχνάρια, τα πατρινά καλαμπούρια, το ράστε (αμανέ) του Μεγαλεξάνδρου που ο χαβάς του είναι βυζαντινός και τα δύο τραγούδια του Χατζηαβάτη που έχουν μείνει πια στον Καραγκιόζη, ήταν όλα δικά του ευρήματα. Επίσης, ο Μίμαρος εκτός από καλλίφωνος ήταν και εξαιρετικά πνευματώδης, θαυμάσιος μίμος, καλός σχεδιαστής, άριστος γνώστης της νεοελληνικής κοινωνίας και πάνω απ όλα γεμάτος ζήλο και ενθουσιασμό για τον Καραγκιόζη.

Κάθε καλοκαίρι ο Μίμαρος έπαιζε στη Αθήνα, στο θέατρο «Αθήναιον». Τον καιρό που έπαιζε στη Αθήνα ο Μίμαρος ,παρακολουθούσε τις παραστάσεις ένας λοχίας , τσολιάς της Φρουράς των Ανακτόρων, ο Γιάννης Ρούλιας. Ο Γιάννης Ρούλιας αρχικά δούλεψε ως βοηθός κοντά σε συμπατριώτες του καραγκιοζοπαίχτες και στη συνέχεια ως βοηθός του Μίμαρου, από τον οποίο και πήρε την αρχική έμπνευση και δημιούργησε το 1897 στη Αθήνα την μορφή του Μπαρμπά-Γιώργου. Πέθανε το 1908 σε μικρή ηλικία.

Ένας τρίτος καραγκιοζοπαίχτης σημαντικός για τον εξελληνισμό του Καραγκιόζη, ήταν ο Μέμος Χριστοδούλου.Στη αρχή δούλεψε ως βοηθός του Μίμαρου στον Βόλο και αργότερα ήρθε στη Αθήνα όπου δούλεψε με τον Ρούλια. Ήταν πολύ καλός λαϊκός ζωγράφος, πνευματώδης και ευρηματικός, τραγουδούσε όμορφα και εμιμείτο καλά όλους τους τύπους , ιδιαίτερα τον δερβέναγα Βεληγκέκα. Η ιδιοτροπία του ήταν ότι παρουσίαζε τον Χατζηαβάτη σαν εχθρό του Καραγκιόζη, και πολύ ραδιούργο μάλιστα, και όχι σαν φίλο.

Ο Καραγκιόζης με την βοήθεια ενός ψάλτη, ενός τσολιά και ενός λαϊκού ζωγράφου απέκτησε ελληνική ιθαγένεια, και η τέχνη του πια είχε τρία παιξίματα: του Μίμαρου με την πατρινή προφορά και τα καλαμπούρια, του Ρούλια με ρουμελιώτικη προφορά και του Μέμου με την θεσαλιώτικη. Έτσι κάθε σχολή έβγαλε και τους μαθητές της.

Οι μαθητές του Μίμαρου ήταν οι: Βασίλης Αγαπητός, Δημήτρης Μπέκος, Θόδωρος Θεοδωρέλλος, Δημήτρης Πάγκαλος, Σωτήρης Μορφέτας, Ντίνος Θεοδωρόπουλος Θανάσης Δεδούσαρος, Γιάννης Λιάτσας, Γιώργος Σπανός, Ανδρέας Βουτσινάς, Νίκος Δημητρακόπουλος, Δημήτρης Παντοφλάς, Σωτήρης Γιαννιός, Νίκος Ξυδιάς, Γιάννης Παπούλιας, Γιάννης Ιατρίδης , Βάγγος Κορφιάτης κ.α. Κάποιοι μαθητές του Ρούλια ήταν οι: Γιάννης Γρεμίνας, Γιάννης Μώρος, Αντώνης Ποριώτης, Μάρκος Σαντορινιός , Νάσος Φωτεινός, Μάρκος Ξανθάκης, Χρήστος Χαρίδημος, Σπύρος Κούζαρος, Αλέκος Μαυρομάτης, Παναγιώτης Μιχόπουλος κ.α. Επίσης οι: Χαρίλαος Πετρόπουλος, Αντρέας Αγιομαυρίτης, Χρήστος Βενέκας, Λευτέρης Κελαρινόπουλος Σπύρος Βωβός, Μήτσος Μπολντόκ, Νάσος Λαμπρινός και Μάνθος Λεονάτος ήταν οι μαθητές του Μέμου.

Όταν ο Γιάννης Μπραχάλης ήρθε στη Ελλάδα μαζί με τον Καραγκιόζη, οι φιγούρες του ήταν ελάχιστες. Οι Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες πήραν αυτό το υλικό και κατόρθωσαν να το αυξήσουν και να το εξελληνίσουν. Έτσι, εκτός από τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη, διάφοροι άλλοι τύποι προσαρμόστηκαν στην ελληνική πραγματικότητα ή αλλάχθηκαν τελείως, ανάλογα ε τις ανάγκες του τόπου και του χρόνου. Δημιουργήθηκαν καινούριοι ήρωες από την αρχαία Ελλάδα και την Επανάσταση του ‘21.

Όπως ήταν φυσικό, μαζί με τα πρόσωπα άλλαξε και η σάτιρα του Καραγκιόζη. Από την στιγμή που ο χυδαίος και βωμολόχος Τούρκος έγινε ο πανέξυπνος και αναρχικός Έλληνας, τα αστεία, οι κινήσεις, τα λόγια και τα πρόσωπα έγιναν και αυτά ελληνικά. Δημιουργήθηκε ένας θίασος με φιγούρες που η καθεμία έχει σαφή συμβολισμό και χαρακτήρα. Ας ρίξουμε μία ματιά στις σπουδαιότερες από αυτές.

Καραγκιόζης, ο αντιεξουσιαστής



Ο Καραγκιόζης συμβολίζει τον Έλληνα που δεν έχει να χάσει τίποτα πέρα από την φτώχεια του. Είναι ο κεφάτος άνθρωπος του λαού που κατοικεί με την οικογένειά του σε μία μεγάλη ελληνική πόλη, όπως η Αθήνα ή ο Πειραιάς. Το σπίτι του είναι μία ετοιμόρροπη καλύβα η οποία εμφανίζεται πάντα αριστερά του μπερντέ. Δεξιά είναι το μεγαλοπρεπές σαράι του Πασά. Ο Καραγκιόζης είναι κακομούτσουνος και καμπούρης. Φοράει μπαλωμένα ρούχα και είναι άνεργος. Είναι παντρεμένος με την Αγλαϊα και έχει παιδιά. Όλη την ημέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, όλη η οικογένεια διαλαλεί με όλους τους τόνους και τους τρόπους την αιώνια πείνα της. Συνήθως, ο Καραγκιόζης βγαίνει πρώτος στο μπερντέ και αφού χορέψει χασαποσέρβικο αναγγέλλει το έργο που θα παιχτεί.

Ο Μαυρόμάτης (Καρά = μαύρο +γκιόζ =μάτι) είναι εναντίον του κράτους και του κατεστημένου με τον δικό του τρόπο. Δεν είναι βίαιος αλλά το χιούμορ του σπάει κόκκαλα. Το κέφι του, η αγάπη του για την ζωή, η φιλοσοφική του διάθεση απέναντι στις αδικίες της κοινωνίας και η αστείρευτη αισιοδοξία του συμπυκνώνονται στη απάντηση που δίνει στον Πασά, που βλέποντας την παράγκα του χωρίς στέγη τον ρωτάει τι κάνουν όταν βρέχει: « Τι κάνουμε; Βγαίνουμε έξω για να βρεχόμαστε ομοιόμορφα!» Επίσης η περίφημη φράση του «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε» είναι μεγαλοφυής, ξεπερνάει τα σύνορα και εκφράζει τον παγκόσμιο Καραγκιόζη που όλα τα βάσανα και τις αδικίες της ζωής τα αντιμετωπίζει με χαμόγελο και αισιοδοξία.



Χατζηαβάτης, η φωνή της λογικής

Ο Χατζηαβάτης εξωτερικά τουρκοφέρνει περισσότερο από όλα τα πρόσωπα του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Σαν φιγούρα δεν εξελίχτηκε, φοράει πάντα τούρκικη φορεσιά και φέσι. Είναι κουλός από το αριστερό του χέρι και γι αυτόν το λόγο πάντα εμφανίζεται να κρατάει το γενάκι του. Ως χαρακτήρας είναι το αντίθετο του Καραγκιόζη. Παρόλο που είναι και αυτός φτωχός και φουκαράς, παρουσιάζεται πάντα σαν τίμιος και σοβαρός οικογενειάρχης που ότι κάνει το κάνει για να «φάνε λίγο ψωμάκι τα παιδιά του». Γι αυτό το λόγο, τα έχει καλά με την εξουσία, με τον Πασά και με όλο τον κόσμο του σαραγιού, στους οποίους κάνει διευκολύνσεις εξυπηρετήσεις, είναι κόλακας και δουλοπρεπής. Επίσης ο Χατζηαβάτης είναι μορφωμένος, μιλάει μία γλώσσα που μοιάζει σαν καθαρεύουσα, αποκαλεί τον Καραγκιόζη «ματάκια» μου και προσπαθεί να τον διορθώσει και να τον δασκαλέψει.

Άλλες σημαντικές φιγούρες του ελληνικού θεάτρου Σκιών είναι οι εξής:- Ο σιόρ Διονύσιος, ο φαντασμένος, δημιούργημα του Μίμαρου.

- ο Μπαρμπαγιώργος, ο λεβέντης της Ρούμελης: Τον πρωτοπαρουσίασε ο Μϊμαρος, παίζοντας κάποτε στη Ρούμελη, αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Όμως ο Ρουμελιώτης Γιάννης Ρούλιας, άρπαξε την πρώτη αυτή ιδέα, την επεξεργάστηκε και το 1897 παρουσίασε την φιγούρα του Μπαρμπαγιώργου στη Αθήνα. Ο κόσμος την δέχτηκε θερμά.

- Σταύρακας ο ψευτοπαλικαράς: Τον δημιούργησε ο Γιάννης Μώρος. Είναι η εξέλιξη του τούρκικου Τυριακή.

- Μορφονιός, ο ερωτύλος: Τον έβγαλε στο πανί ο Αντώνης Μόλλας.

- Ο δερβέναγας Βεληγκέκας

- Ο Μπέης, ο Πασάς και ο Βεζύρης

- Η Αγλαϊα, η Βεζυροπούλα

- Τα Κολλητήρια, τα παιδιά του Καραγκιόζη κ.α.



Τα πρώτα χρόνια ο Καραγκιόζης παιζόταν αποκλειστικά στα καφενεία. Αργότερα όμως, όταν ο Καραγκιόζης είχε αποκτήσει το δικό του φανατικό κοινό, οι καραγκιοζοπαίχτες έπαιζαν σε θέατρα τον χειμώνα και σε μάντρες ειδικά διαμορφωμένες το καλοκαίρι. Έτσι, ο θεατρώνης ή ο μαγαζάτορας διαμόρφωναν το χώρο και έβαζαν εισιτήριο. Μετά το τέλος της παράστασης έβγαινε ο καραγκιοζοπαίχτης με ένα δίσκο και ζητούσε τον «οβολό» των θεατών. Το κοινό του Καραγκιόζη διευρύνθηκε, όταν αναπτύχθηκε ως είδος και εμπλουτίστηκε με έργα επηρεασμένα από παραμύθια και τους αγώνες του 1821. Έτσι τον παρακολουθούσαν από παππούδες και γιαγιάδες μέχρι στρατηγοί και ποιητές.

Η ζωή των καραγκιοζοπαιχτών δεν ήταν καθόλου εύκολη ή λαμπερή, αντίθετα ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Οι περισσότεροι καραγκιοζοπαίχτες έζησαν ανυπόληπτοι, γεμάτοι βάσανα και πίκρες, μέσα στη φτώχεια και την πείνα. Κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι και ρακένδυτοι όπως ο ήρωας τους. Όργωναν την Ελλάδα κουβαλώντας δυσβάσταχτα φορτία, έχοντας ως κρεβάτι τις τάβλες της σκηνής και για προσκεφάλι τη βαλίτσα με τις φιγούρες. Κάποιες πηγές αναφέρουν πως από τους 150 καραγκιοζοπαίχτες που έπαιζαν μεταξύ του 1910 και του 1930, οι περισσότεροι πέθαναν από φυματίωση. Ζούσαν μέσα στη αφάνεια και την κοινωνική απαξίωση. Το επάγγελμα των καραγκιοζοπαιχτών ήταν παρεξηγημένο επάγγελμα.

Ο Σωτήρης Σπαθάρης (1892-1973), ο ανεπανάληπτος αυτός καραγκιοζοπαίχτης, που έγραψε και τα περίφημα «Απομνημονεύματα» από τα οποία αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες για την τέχνη του Καραγκιόζη είναι ο εφευρέτης της διαφημιστικής ρεκλάμας και της ολόσωμης αποθέωσης. Μέχρι τότε, η παράσταση διαφημιζόταν με μία απλή ταμπέλα στη είσοδο. Αυτές οι ταμπέλες ήταν τις περισσότερες φορές ανορθόγραφες και καμιά φορά είχαν επάνω ζωγραφισμένες τις φιγούρες του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Τις ρεκλάμες του Σωτήρη Σπαθάρη θα τις λέγαμε σήμερα «αεροπανό». Ήταν φτιαγμένες από χαρτί του μέτρου, το οποίο με τα πλαστικά χρώματα που χρησιμοποιούσε, γινόταν αδιάβροχο και μπορούσε να κρεμαστεί σε περίοπτο σημείο ώστε να τραβάει το ενδιαφέρον των περαστικών.

Δεν θα μπορούσα να τελειώσω το άρθρο της ιστορίας του Καραγκιόζη, χωρίς να αναφερθώ καθόλου στον πολύ σπουδαίο Ευγένιο Σπαθάρη. Ο Ευγένιος Σπαθάρης ξεκίνησε την καριέρα του ζωγραφίζοντας διαφημιστικές ρεκλάμες στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Το 1962, ηχογραφεί όλες τις κλασσικές παραστάσεις του Καραγκιόζη στη Κολούμπια και έτσι κυκλοφορούν οι πρώτοι δίσκοι του. Σημαντική επίσης υπήρξε η κυκλοφορία των εικονογραφημένων τευχών του Ε. Σπαθάρη με τον Καραγκιόζη, καθώς και η επιτυχημένη έκδοση του βιβλίου του «Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων» (1979). Τιμήθηκε με πολλές αναμνηστικές πλακέτες τόσο στη Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό για την τόσο σημαντική και πολύχρονη προσφορά του. Από το Ιούνιο του 1995 λειτουργεί το «Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου» προς τιμή του Ευγένιου Σπαθάρη.





Sincerely yours

Mαίρη Κάντα

Σχόλια