"Δώσε κλώτσο, η ανέμη να γυρίσει, παραμύθι να αρχίσει...."

Σάββατο απόγευμα, βρίσκομαι στο μπαλκόνι προσπαθώντας να γράψω ένα κείμενο.Δυσκολεύομαι να βρω το θέμα με το οποίο θα καταπιαστώ αυτή την φορά. Με το στιλό στο χέρι βλέπω τις ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα να περνούν και εγώ να μη έχω γράψει ούτε ένα γράμμα. Μεταξύ μας, δεν είναι και πολύ εύκολο να προσπαθείς να γράψεις, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ετοιμάζουν βαλίτσες, αντιλιακά, μαγιό για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Η οικογένεια που βρίσκεται απέναντι μου ετοιμάζεται να φύγει, ταξιδεύει με το βραδινό καράβι, άλλος φεύγει την επομένη, όπως με ειδοποίησε...Τα πιτσιρίκια δίπλα μου τσιρίζουν από χαρά: ξεκινούν οι διακοπές τους στην κατασκήνωση...


Αγχωμένη για το χαρτί που παραμένει “κενό” με βιαστικές κινήσεις μαζεύω τα πράγματα μου για να μπω μέσα στο σπίτι....Μα για μία στιγμή...!! Τι ακούω; Μα ναι, την κυρία από την διπλανή πολυκατοικία... Φωνάζει το παιδί της για να το βάλει για ύπνο.Και τότε το ακούω καθαρά: “Μαμά, θα μου πεις ένα παραμύθι;” Αυτό ήταν...Μόλις βρήκα το θέμα μου για σήμερα....

Πόσο συχνά όταν ήμασταν παιδιά δεν ζητήσαμε να μας διαβάσουν οι μεγαλύτεροι παραμύθια, κουρνιάζοντας μέσα στην ζεστή τους αγκαλιά. Πόσοι από εμάς δεν αποκοιμήθηκαν δίπλα στο τζάκι με την αφήγηση ενός παραμυθιού. Πόσες φορές δεν ταξιδέψαμε σε τόπους μαγικούς, ονειρεμένους παρέα με ξωτικά, νεράιδες, μάγισσες. Τώρα που όλοι πια μεγαλώσαμε, ας ταξιδέψουμε ξανά μέσα στο μαγικό κόσμο του παραμυθιού και ας το γνωρίσουμε καλύτερα.

Σύμφωνα με τους λαογράφους, το παραμύθι είναι μία φανταστική ιστορία, που διαθέτει έντονα τα στοιχεία του μαγικού, του υπερφυσικού και του απίθανου, και την ακούν με ευχαρίστηση μικροί και μεγάλοι. Οι πρωταγωνιστές του παραμυθιού είναι συνήθως υπέρανθρωπα όντα, όπως γίγαντες, δράκους, γίγαντες. Κυριαρχεί η διάσταση του απίστευτου, η αφήγηση ξεφεύγει από την πραγματικότητα και είναι προιόν της φαντασίας του αφηγητή. Το παραμύθι χρησιμοποιείται κυρίως για ψυχαγωγία και όχι για διδακτικούς σκοπούς, γεγονός που το διαφοροποιεί από τον μύθο.

Στη αρχαία Ελλάδα, το παραμύθι εντασσόταν στη κατηγορία “λόγοι και μύθοι”. Ως λέξη το “παραμύθι” απουσιάζει.Στη αρχαία Αθήνα, μητέρες και τροφοί διηγούνταν στα αγόρια ιστορίες της παραδόσεως. Τα ανυπάκουα παιδιά τα απειλούσαν με διάφορους “μπαμπούλες” που τα ονόματά τους ήταν “Ακκώ” “Αλφιτώ”, “Γελλώ'” , “Γοργώ” κ.α. Όμως, στα φρόνιμα παιδιά συνήθιζαν να διηγούνται διασκεδαστικές ιστορίες όπου τα ζώα είχαν τον πρώτο ρόλο.

Ο παραμυθάς έχει ξεχωριστή θέση. Είναι ο ενεργητικός φορέας της παράδοσης, κατά τον von Sydow που έχει την ικανότητα της αφήγησης, διαθέτει καλό μνημονικό και μπορεί να συνθέτει μεταφέροντας μοτίβα, περικόπτοντας και επιμηκύνοντας την αφήγηση. Συνήθως είναι καλός τραγουδιστής, ξέρει ευτράπελες ιστορίες, λέει ανέκδοτα. Είναι ένα προικισμένο άτομο που αναλαμβάνει το ρόλο, στο πλαίσιο της κοινότητας, να μεταφέρει την ζώσα πολιτισμική κληρονομιά, να την ανανεώσει και να την παραδώσει στους μεταγενέστερους. Οι παραμυθάδες ήταν κυρίως μεγάλης ηλικίας. Στη αρχαία Ελλάδα, οι παραμυθάδες ονομάζονταν “λογοποιοί” ή “μυθοποιοί”, στη αρχαία Ρώμη “αρεταλόγοι” ενώ στην Τουρκία ονομάζονταν “μεντάχ”.

Από την επιστημονική μελέτη του παραμυθιού προέκυψε ένα σημαντικό ερώτημα που αφορούσε τη γέννηση του.Αν και έχουν περάσει σχεδόν 140 χρόνια από τότε που δημοσιεύτηκε το έργο-τομή στην παραμυθολογία “Κinder-und Hausmarchen” των αδερφών Grimm δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως το θέμα αυτό. Έχουν διατυπωθεί και συγκροτηθεί πολλές θεωρίες γύρω απ΄αυτό κατά καιρούς. Ας αναλύσουμε μερικές από αυτές: * Η μυθολογική θεωρία: Εκφράστηκε από τους Γερμανούς αδερφούς Grimm οι οποίοι διατύπωσαν την άποψη ότι τα παραμύθια προέρχονταν από ένα κοινό χώρο, την κοιτίδα του ινδοευρωπαικόυ πολιτισμού και ότι από εκεί μετακινήθηκαν μαζί με τα ινδοευρωπαικά φύλα. Στη αρχή η θεωρία έγινε σεβαστή και υποστηρίχθηκε και από άλλους μελετητές, όπως ο Μαζ Μίλερ, ο Τζορτζ Κοξ κ.α. Όμως η μυθολογική θεωρία ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα και αντικρούστηκε από άλλες.

Η ινδική θεωρία: Σύμφωνα με τον Μπενφάι τα παραμύθια προέρχονται από την Ινδία και μάλιστα από την ινδουιστική και βουδιστική της παράδοση. Πολλά από αυτά τα παραμύθια διαδόθηκαν πριν από τον 10ο αιώνα μέσω της προφορικής παράδοσης προς την βόρεια Ασία και προς την Δύση. Άλλα παραμύθια διαδόθηκαν στη Ευρώπη μέσω του Βυζαντίου, της Ιταλίας και της Ισπανίας.Πολύ σύντομα η θεωρία αυτή ξεπεράστηκε.

Πολυγενετική ή ανθρωπολογική θεωρία: Το 1873 οι Άγγλοι ανθρωπολόγοι Έντουαρντ Τέιλορ και Άντριου Λανγκ, επηρεασμένοι από την θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου, διατύπωσαν μια καινούργια θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτή, η καταγωγή των παραμυθιών θα έπρεπε να αναζητηθεί στη διανοητικότητα και στις ψυχικές δυνάμεις του πρωτόγονου ανθρώπου, ο οποίος έβλεπε τη φύση, τον ήλιο, τους ανέμους, κ.ά., σαν όντα με ψυχή. Η συγκεκριμένη θεωρία, που δεχόταν την ομοιότητα του ψυχικού και πνευματικού κόσμου όλων των πρωτόγονων ανθρώπων, θεωρούσε δυνατή την παράλληλη δημιουργία παρόμοιων βασικών διηγήσεων σε εντελώς διαφορετικά σημεία του πλανήτη.Τα αδύνατα σημεία των παραπάνω θεωριών, από τις οποίες σχεδόν καμία δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς ξεπερασμένη, είναι η υπερβολική τους γενίκευση και η αξίωση να δώσουν μια μοναδική λύση στο πρόβλημα της καταγωγής των παραμυθιών, ενώ θα έπρεπε να αναζητηθούν λύσεις διαφορετικές για κάθε τύπο παραμυθιού.

Η ενασχόληση με την καταγραφή του ελληνικού παραμυθιού προήλθε.

από τους ξένους. Στα μέσα του 19ου αιώνα, εκείνοι που προσελκύονται πρώτοι από το ελληνικό παραμύθι είναι Γερμανοί. Έτσι, ο αυστριακός πρόξενος στα Γιάννενα Johan George von Hahn εξέδωσε στα γερμανικά το 1864 την πρώτη συλλογή ελληνικών παραμυθιών με τίτλο “Griechische und Albanesische Marchen”. H δεύτερη σημαντική προσπάθεια συλλογής αλλά και σχολιασμού ελληνικών παραμυθιών ήταν του Γερμανού Bernhard Schmidt το 1877 με τίτλο “Marchen, Sagen und Volkslieder”.

Τελειώνοντας, αξίζει να αναφέρουμε και τον άγγλο αρχαιολόγο R. Dawkins ο οποίος είναι ο σπουδαιότερος μελετητήε του ελληνικού παραμυθιού. Η μεγάλη του συνεισφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι μελέτησε συστηματικά την σχέση του νεοελληνικού παραμυθιού και κυρίως ανέδειξε και επιχειρηματολόγησε για την αυτονομία του ελληνικού παραμυθιού στη διαπλοκή του με τον περιβάλλοντα μεσογειακό χώρο. Παράλληλα με τους ξένους μελετητές από το 19ο αιώνα άρχισαν και οι έλληνες μελετητές να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο παραμύθι. Διάφορα περιοδικά επίσης δημοσίευαν και συλλογές παραμυθιών. Τέτοια είναι ο “ εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος”, “Ο Παρνασσός” κ.α











Sincerely yours

Mαίρη Κάντα







31/7/2010

Σχόλια